Ήρθε η πλήξη
δίχως αφή
με βάρος μολυβιού
και θρόνιασε ακίνητη
στ’ άδεια μου χέρια.
Μια πλήξη δίχως απόκριση
με την όψη της αμετανόητη
στο χώρο τής μοναξιάς,
δίχως μνήμη
με τις παλάμες της γεμάτες
απουσία
στην καρδιά μου.
Τίποτε να μην έρχεται
τίποτε να μη φεύγει
κι εγώ με τα μάτια
γεμάτα σιωπή.