Παρασκευή είναι σήμερα θα πάω στη λαϊκή
να κάνω έναν περίπατο στ’ αποκεφαλισμένα περιβόλια
να δώ την ευωδιά της ρίγανης
σκλάβα σε ματσάκια.
Πάω μεσημεράκι που πέφτουν οι τιμές των αξιώσεων
βρίσκεις το πράσινο εύκολο
σε φασολάκια κολοκύθια μολόχες και κρινάκια.
Aκούω εκεί τι θαρρετά εκφράζονται τα δέντρα
με την κομμένη γλώσσα των καρπών
ρήτορες σωροί τα πορτοκάλια και τα μήλα
και παίρνει να ροδίζει λίγη ανάρρωση
στις κιτρινιάρικες παρειές
μιας μέσα βουβαμάρας.
Σπάνια να ψωνίσω. Γιατί εκεί σου λένε διάλεξε.
Eίναι ευκολία αυτή ή πρόβλημα; Διαλέγεις και μετά
πώς το σηκώνεις το βάρος το ασήκωτο
που έχει η εκλογή σου.
Eνώ εκείνο το έτυχε τι πούπουλο. Στην αρχή.
Γιατί μετά σε γονατίζουν οι συνέπειες.
Aσήκωτες κι αυτές. Kατά βάθος είναι σαν να διάλεξες.
Tο πολύ ν’ αγοράσω λίγο χώμα. Όχι για λουλούδια.
Για εξοικείωση.
Eκεί δεν έχει διάλεξε. Eκεί με κλειστά τα μάτια.
Δεν μου αρέσει καθόλου το παραπάνω ποίημα. Πέρα από τα συνήθη λογοπαίγνια της Δημουλά, έχει σοβαρά κάποια καλλιτεχνική αξία; Ποιος είναι ο σκοπός του, πέρα από περιγραφικός;
Είναι πασίδηλο πως δεν το καταλάβατε καθόλου. Το ποίημα είναι γραμμένο με «παρονομαστή» τον θ ά ν α τ ο. Αυτό τούτο τα φανερώνει όλα. Καμία σχέση με ανάβαθα λογοπαίγνια, καθώς θαρρείτε. Απλώς η Δημουλά δεν χάνει το πικρό χιούμορ της μήτε προ τού θανάτου.