Ποιον ν’ αγαπήσω; Σε ποιον να εξομολογηθώ; Μονάχα ο Θεός μπορεί να καυχηθεί ότι μ’ άκουσε να παραπονιέμαι, ήπια όλο το βούρκο στον υπόνομο που μ’ έριξαν, τ’ άντερα μου έγιναν οι δρόμοι που κυλάνε αμάξια θριάμβου, έβγαλα τα φτερά μου και τα κάρφωσα στη γριά, που τη θάβαν ολομόναχη μ’ ένα σπουργίτι στο γειτονικό δέντρο, με μια παλιά κασετίνα γεμάτη στάχτη — θυμηθείτε με όταν έρθει η ώρα.
Εργόχειρα φυλακισμένων στέγνωναν στο τζάκι, ήταν φθινόπωρο κι είχαν ερημώσει τα χωράφια, άκουγα το βήμα των καραγωγέων καταβροχθίζοντας τον κλεμμένο σανό.
Τότε είδα το μεγάλο ικρίωμα, όπου έπρεπε ν’ ανεβώ, άγνωστο αν θα στεφθώ βασιλιάς ή θα κυλήσω στο καλάθι των αποκεφαλισμένων.
Τάσος Λειβαδίτης, από τη συλλογή Νυχτερινός επισκέπτης (1972), ενότητα, Διασπορά, Τόμος 2 της τρίτομης έκδοσης του Κέδρου, σελίδα 13