Χωρίς επάγγελμα (Τάσος Λειβαδίτης)

+++Βράδιαζε και χτυπούσαν ακόμα τα σφυριά στήνοντας το ικρίωμα, δεν είχαν ακούσει τη μεγάλη είδηση του αίματος, δεν ξέρανε πως είχα δραπετεύσει κι έγλειφα κιόλας τη χυμένη ζάχαρη στο πάτωμα, μην τρίξουν τα βήματα της παραδουλεύτρας και τη διώξουν.
+++Όμως έπρεπε κι εγώ να ζήσω, να κάνω ένα επάγγελμα, πήγα στους αργυραμοιβούς και μ’ έδιωξαν, γιατί κατέβαιναν τα πουλιά και τρώγαν το χρυσάφι μέσα στα χέρια μου, κάθισα στην είσοδο του ναού και μου ‘ριξαν τις τρύπες των ματιών τους μες στο καπέλο μου.
+++Όλα τέλειωσαν στο νεκροταφείο, με μια σιγανή βροχή, με λίγο φτηνό κονιάκ στα ερειπωμένα μικρομάγαζα, που αύριο θα έχουν κι εκείνα τη θέση τους στο υπερπέραν.
+++Θυμάμαι τη νύχτα που παρίστανα την κούκλα στο φτωχό μοδιστράδικο κι οι καρφίτσες που μου κάρφωσαν, όταν πεθάνω, θα ‘ναι τα σημάδια για να με ξαναβρίσκουν.
+++Από τότε μου ‘μεινε αυτός ο ανεμοστρόβιλος του σκύλου που τρελαίνεται. Όταν τον βρουν νεκρό, έξω απ’ την πόλη, έχει λίγο αφρό στο στόμα και το μαχαίρι μιας ανείπωτης εικόνας στα μάτια,
+++όπως οι ήρωες.

Τάσος Λειβαδίτης, Χωρίς επάγγελμα, από τη συλλογή Νυχτερινός επισκέπτης (1972), ενότητα, Διασπορά, Τόμος 2 της τρίτομης έκδοσης του Κέδρου, σελίδα 24

2 σκέψεις στο “Χωρίς επάγγελμα (Τάσος Λειβαδίτης)”

Σχόλια