Φθινόπωρο είναι, βρέχει, να, και ο χρόνος όλο σβήνει!
Η νιότη σβήνει, σβήνεις, ω προσπάθεια ευγενική,
που μόνο εσέ θα σκεφτούμε πεθαίνοντας, σεμνή
προσπάθεια να περάσουμε και το Έργο μας να μείνει.
Αχ! πάει κι αυτή που μ’ έθρεφεν ελπίδα η πιο μεγάλη·
μάταιο σαν άλλα ονείρατα, τ’ όνειρο πάει κι αυτό.
Όλα περνούν, οι πόθοι μας περνούν, ένα βουητό,
περνούμε, τέλος οι ίδιοι εμείς για να ‘ρθουν αύριο
περνούμε τέλος οι ίδιος εμείς για να ‘ρθουν αύριον άλλοι.
Γιρλάντα η δόξα εμάδησε κι είναι οι γιορτές φυγάτες.
Μόνο πικρία μένει σ’ εκείνον που ‘χε ονειρευτεί
πολύ να μην επέθανε και λίγο να σωθεί
και κάπως ναν τον αγαπούν χρόνοι, καιροί διαβάτες!
Αλίμονο! Με ρόδο τον εαυτό μου παρομοιάζω,
με ρόδο που μαραίνεται και γίνεται χλωμό!
Αίμα δεν τρέχει· θα ‘λεγε κανείς πως φυλλορροώ…
Κι αφού πια τώρα ενύχτωσε — για θάνατο νυστάζω!
Georges Rodenbach, Épilogue (Ζωρζ Ρόντενμπαχ, μετάφραση: Καρυωτάκης)