Πόσες φορές τα κύματα,
που επέφταν αφρισμένα
στο έρμο τ’ ακρογιάλι μου,
τα ρώτησα για σένα!
Πόσες φορές το δάκρυ μου
στην άβυσσο είχε στάξει,
και πόσο επαρακάλεσα
να ’λθεί σ’ εσέ ν’ αράξει!
Του κάκου! Φεύγ’ η θάλασσα
και πίσω της μ’ αφήνει
αφρούς και λίγα φρύγανα
για μόνη ελεημοσύνη.
Κι εγώ τυφλός εκοίταζα
το κύμα και δεν είδα
ότ’ είν’ αφρός η αγάπη μου
και φρύγανα η ελπίδα.