Σκέφτηκα ο Θεόκριτος πως είχε υμνήσει
τα αγαπημένα χρόνια, χρόνια τρυφερά
που το καθένα έρχεται μ’ απλοχεριά
κάποιο του δώρο στους θνητούς για να χαρίσει.
Και την καρδιά όπως άφησα ν’ αναπολήσει,
είδα μέσ’ απ’ τα δάκρυά μου πάλι ξανά
τα λυμπημένα χρόνια, χρόνια θλιβερά
της ζωής που βιάστηκε μες σε ίσκιο να βυθίσει
την όλη μου ύπαρξη. Κι ως η ψυχή θρηνούσε,
μια Παρουσία πίσω μου νιώθω μυστική
ξάφνου, που απ’ τα μαλλιά της με τραβούσε.
Και κει που πάλευα μια ακούστηκε φωνή:
«Ποιος λες πως σε κρατά;» «Ο Θάνατος», λογούσε
ο νους. «Η Αγάπη», ήχησ’ η απάντηση αργυρή.