Les anges sont blancs (Οι άγγελοι είναι λευκοί, Γιώργος Σεφέρης)

Στον Henry Miller

Tout à coup Louis cessa de frotter ses jambes l’une contre
l’autre et dit d’une voix lente: «Les anges sont blancs». *
— Honoré de Balzac


Όπως ο ναύτης στα ξάρτια γλίστρησε πάνω στον τροπικό του Καρκίνου και στον τροπικό του Αιγόκερω
κι ήταν πολύ φυσικό που δεν μπορούσε να σταματήσει μπροστά μας στο ύψος ανθρώπου
αλλά μας κοίταζε όλους από το ύψος της πυγολαμπίδας ή από το ύψος του πεύκου
παίρνοντας βαθιά την ανάσα του στη δροσιά των άστρων ή στη σκόνη της γης.Τον περιστοίχιζαν γυμνές γυναίκες με μπρούντζινα φύλλα αραποσυκιάς
σβησμένοι φανοστάτες ανεμίζοντας τους κηλιδωμένους επίδεσμους της μεγάλης πολιτείας
ασύμμετρα κορμιά γεννοβολώντας κενταύρους και αμαζόνες
σαν άγγιζαν τα μαλλιά τους το Γαλαξία.
Και πέρασαν μέρες από την πρώτη στιγμή που μας χαιρέτησε βγάζοντας κι ακουμπώντας το κεφάλι του στο σιδερένιο τραπεζάκι
καθώς η όψη της Πολωνίας άλλαζε σχήμα σα μελανιά που την πίνει το στουπόχαρτο
και ταξιδεύαμε ανάμεσα σ’ ακρογιαλιές νησιών γυμνές σαν κόκαλο ψαριού παράξενο στην άμμο
κι ήταν ολάκερος ο ουρανός ένα μεγάλο φτερό περιστεριού μ’ ένα ρυθμό σιωπής, άδειος κάτασπρος
και τα δελφίνια κάτω από το χρωματιστό νερό μαυρίζανε γρήγορα σαν τα κινήματα της ψυχής
όμοια με τα κινήματα της φαντασίας και με τα χέρια των ανθρώπων που ψηλαφούν και σκοτώνουνται μέσα στον ύπνο
μέσα στο μεγάλο φλούδι του ύπνου που μας τυλίγει αχάραχτο, κοινό για όλους μας, ο κοινός μας τάφος
με μικροσκοπικά κρύσταλλα γυαλίζοντας σπασμένα από την κίνηση των ερπετών.
Κι όμως τα πάντα ήταν λευκά γιατί ο μεγάλος ύπνος είναι λευκός κι ο μεγάλος θάνατος
ήσυχος γαλήνιος ξεχωριστός μέσα σε μια απέραντη σιγή.
Και το κακάρισμα της φραγκόκοτας την αυγή κι ο κόκορας που λάλησε πέφτοντας σ’ ένα βαθύ πηγάδι
κι η φωτιά στο πλάι του βουνού σηκώνοντας παλάμες από σούρφανο και φύλλα του φθινοπώρου
και το καράβι με τις διχαλωτές ωμοπλάτες πιο τρυφερές από το πλάγιασμα της πρώτης μας αγάπης,
ήτανε πράγματα απομονωμένα πιότερο ακόμη κι από το ποίημα
που άφησες σαν έπεσες βαρύς μαζί με την τελευταία του λέξη
χωρίς να ξέρεις τίποτε πια μέσα στους άσπρους βολβούς των τυφλών και τα σεντόνια
που ξεδιπλώνεις μέσα στον πυρετό για να σκεπάσεις την καθημερινή συνοδεία
των όντων που δε ματώνουν όσο και να χτυπιούνται με τα πελέκια και με τα νύχια·
ήτανε πράγματα χωριστά βαλμένα αλλού και τα σκαλιά του ασβέστη
κατέβαιναν ως το κατώφλι των περασμένων και βρίσκανε τη σιγή και δεν άνοιγε η πόρτα
κι έλεγες πως οι φίλοι σου χτυπούσαν δυνατά με μια μεγάλη απόγνωση κι ήσουν κι εσύ μαζί τους
αλλά δεν άκουγες τίποτε κι ανέβαιναν γύρω σου βουβά δελφίνια μέσα στα φύκια.
Και στύλωνες πάλι τα μάτια κι ο άνθρωπος αυτός με τα δαγκώματα των τροπικών στο δέρμα
βάζοντας τα μαύρα του γυαλιά σα να ’θελε να δουλέψει με τη φλόγα του οξυγόνου
έλεγε ταπεινά προσέχοντας και σταματώντας στην κάθε του λέξη:
«Οι άγγελοι είναι λευκοί πυρωμένοι λευκοί και το μάτι μαραίνεται που θα τους αντικρίσει
και δεν υπάρχει άλλος τρόπος πρέπει να γίνεις σαν την πέτρα όταν γυρεύεις τη συναναστροφή τους
κι όταν γυρεύεις το θαύμα πρέπει να σπείρεις το αίμα σου στις οχτώ γωνιές των ανέμων
γιατί το θαύμα δεν είναι πουθενά παρά κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες του ανθρώπου.

* Ο Γ.Π. Σαββίδης δίνει την ακόλουθη μετάφραση: «Ξάφνου ο Λουί έπαψε να τρίβει τις γάμπες του τη μια πάνω στην άλλη και είπε με αργή φωνή: «Οι άγγελοι είναι λευκοί!»

Άλλα ποιήματα που μπορεί να σας αρέσουν