Επιτάφιος (Ζεράρ ντε Νερβάλ, μετάφραση: Θεόδωρος Μακρής)

Είχε περάσει τη ζωή, πότε ως φαιδρό πουλάκι
Από τον έρωτα γοργά στην ξεγνοιασιά πηδώντας,
Πότε γυρνώντας σκεφτικός, βαρύς και πικραμένος.
Όταν μια μέρα ακούστηκε κάποιος να κρούει τη θύρα.

Ήταν ο Χάρος βιαστικός, μα με τα παρακάλια
Τον άφησε το ύστερο τραγούδι ν’ αποσώσει
Κ’ ύστερ’ αδιάφορος κινά και ξάπλωσε τη ράχη
Στο φέρετρο, που παγωνιά σκορπίζει στο κορμί του.

Ήταν τεμπέλης ξακουστός, καθώς τον ιστορούνε,
Και το μελάνι στέγνωνε συχνά στο καλαμάρι.
Όλα να μάθει γύρευε κι άμαθος είχε μείνει.

Κι όταν επρόβαλε η στιγμή, οπού βαριεστημένη.
Μια χειμωνιάτικη βραδιά του πήραν την ψυχή του,
Έφυγε λέγοντας. Λοιπόν, γιατί ήρθα εγώ εδώ κάτω;

Ποιήματα