Αν πεθάνω
δεν θα ξανάρθει ο ταχυδρόμος
δεν θα μου στείλεις πια βιβλία
ή την καρδιά σου σʼ ένα φάκελο
δεν θα σε δω να φεύγεις
ή να ΄ρχεσαι
δεν θα καθίσω πια ποτέ στο μπαρ
και συ στο πλάι μου
ή απέναντι κατάμονος
να με κοιτάς
αν πω πως πέθανα;
θα κολλήσω στο στήθος σου
ένα νεκρώσιμο με τʼ όνομά μου
στους δρόμους θα γυρνάς μʼ ένα νεκρό
Τασία – έναν καφέ παρακαλώ
αν ξάφνου μʼ αντικρίσουν ζωντανό
θα ε κ π λ α γ ο ύ ν
η ώρα είναι μία παρά τέταρτο
ο τραυματισμός των ωρών
Τασία – παρακαλώ έναν καφέ
Θʼ ανάψω τη ζωή μου
και θα κάψω τα βιβλία
τι όμορφα που καίγεται η φράση σʼ α γ α π ώ
αναδιπλώνεται στον εαυτό της
σαν να βάζει στο πρόσωπο το χέρι της
από ντροπή
λίγο νερό παρακαλώ
και πλένε το ποτήρι μου καλύτερα
κυρά μου
εγώ έριξα προχθές νερό
κι έσβησα τα όνειρά μου
ο καφές σας κύριε
η στάθμη της αγάπης σου
κατέρχεται
διψάω
λίγο νεράκι κύριοι
λίγο νερό καλοί μου κύριοι
και είναι λ έ ε ι ποιητής
μα πού είναι οι φωνές των παιδιών;
αιτούμεθα ποίηση στα σκοτεινά
η ποίηση φίλε πέθανε
η καλοσύνη σου –
η καλοσύνη σου είναι Κύριε
μια καμινάδα
στους δρόμους βλέπω να περνούν
ζητιάνοι μʼ εξαπτέρυγα ονείρων
μια προσευχή
μια προσευχή
για να βρεθεί ένα ποίημα
η ποίηση φίλε π έ θ α ν ε
μα δεν γνωρίζεστε;
ο κύριος είναι ποιητής
ναι είναι παχύς
πολύ παχύς
και παίζει στον Ιππόδρομο
η ώρα είναι μία
ο θάνατος των ωρών
βρέχει
πότε θα πάψει πια να βρέχει;
αφʼ ότου έφυγες
δεν έπαψε να βρέχει
ήσουν περίεργος να μάθεις
τι υπάρχει πίσω από το θάνατο
θ ά ν α τ ο ς
τι άλλο θέλεις να υπάρχει;
ΠΡΟΣΟΧΗ! ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΖΩΗ!
σου ΄λεγα μείνε
θα βρω καρφιά να σε σταυρώσω
λόγχες να σε τρυπήσω
σʼ ένα καλάμι θα ΄δενα
σφουγγάρι την καρδιά μου
για να σε φτάσω τώρα πρέπει
να πάω κοντά στη θάλασσα
γράφω λοιπόν κι εγώ χαρτιά
ομοιώματα διαβατηρίων
κι απέ τα ρίχνω στο νερό
δεν θέλω να τα δούνε άνθρωποι
που δεν γνωρίζουνε να σκαρφαλώνουν
στον καπνό των καραβιών
οι άνθρωποι οι άνθρωποι
παίρνουν τα γράμματά μας και μʼ αυτά
ανάβουνε φωτιά το χειμώνα
πότε θα πάψει πια να βρέχει;
φθινόπωρο
τα φύλλα των δέντρων
πάθανε πάλι ελονοσία
την άνοιξη θα πάρω DDT
φύγε
ο τρόπος που μιλάς –
δεν ξέρει
πως ο δικός μου τρόπος είναι
σιωπητήριο
ο τρόπος που χτενίζεσαι
ο τρόπος που γελάς –
δεν ξέρει
τίποτα δεν ξέρει
φοβού τους ποιητάς
και ποίησιν φέροντας
μου επιτρέπετε να σας συστήσω;
τι ποιήματα συνθέτετε;
ποιήματα
λυρικά; σατυρικά;
π ο ι ή μ α τ α
ο κύριος είναι κίναιδος
αιδοίον χωρίς κίονα
κύων χωρίς αιδώ
Άνθρωπος
ποτέ δεν θα ξεχάσω τον Αλέξαντρο
στο στήθος του καθότανε
ένας αητός
ήτανε δύσκολη εποχή
στους δρόμους
γύριζαν ωχροί εσταυρωμένοι
κι οι μανάδες μας
δεν χρειαζόντουσαν άλλα ορφανά
μια καληνύχτα
γινόταν εύκολα αντίο
στο στήθος του
στο στήθος του καθότανε ο αητός
ο κύριος είναι κίναιδος
ά ν θ ρ ω π ο ς
χαίρετε χαίρετε
να με ξεχνάτε
υπήρξα άφρων δεν τʼ αρνιέμαι
μα σεις φίλε ξεχάσατε να βάλετε
λάδι στο λύχνο σας
ιδού ο Νυμφίος έρχεται
προσπέρασε
για πάντα
η ποίηση φίλε π έ θ α ν ε
και πότε η κηδεία;
η κηδεία των ωρών
μα η ζωή αντέχει ακόμα
σε κάμποσες ανησυχίες
σε αρκετές μετάνοιες
και στο θάνατο
δεν θα μιλήσω πια ποτέ
δεν θα μιλήσω
ο θάνατος
ο θάνατος
θα τον εκμηδενίσω
αντίο σας
φεύγε δίχως να κοιτάζεις πίσω
βαρέθηκα
η ποίηση της ποίησης την ποίηση
τη ζωή σας
α υ τ ή τι την κάνατε;
δεν θέλω πια άλλο καφέ
όταν μιλάω στο θάνατο
του δίνω τʼ όνομά σας
ο θεός να μας φυλάει απʼ την αισθητικοποίηση
της ατομικής βόμβας
εγώ πηγαίνω τώρα στη ζωή
στον Ιλισσό
να πιω τις σκέψεις μου πιο καθαρές
δεν έχεις πια καμιά ελπίδα
δεν έχω πια ελπίδα
δεν έχω πια καμιά ελπίδα
άλλη απʼ την αδελφή μου την Ελπίδα
δεν έχω άλλο σώμα
απʼ το σώμα που θα κάνω
με το καλώδιο
δεν έχω άλλο θάνατο απʼ τη ζωή
είμʼ ολοστρόγγυλος
σαν τέλειος κύκλος
θʼ αρχίσω να τσουλάω
είμαι μια ρόδα για παιδιά
διότι κύριε
η ζωή κυλάει πάνω σε ρόδες
κάτω απʼ τις ρόδες είνʼ ο θάνατος
πάψε
δεν θέλω να σʼ ακούω
θα σʼ αγαπήσω
δεν θέλω να σε βλέπω πια
θα βάλω τις παλάμες μου στʼ αυτιά
να μη σε βλέπω
και θα ζήσω
έρχομαι έρχομαι ζωή
ζωή τον θάνατο πατήσας
μάθετε να περιφρονείτε
ό,τι αγαπάτε
ο ήλιος ο ήλιος η ζωή
έρχομαι φίλε έρχομαι
είμαι δικός σου εσαεί
τι ωραία που γίνηκαν οι ναύτες ξάφνου
τι ωραίο το πρωινό της Κυριακής
κι η σκιά των δέντρων
που κι η αβεβαιότης των καιρών μας
χάνει κάτι
απʼ το απαίσιο κύρος της
κι όλα μας φαίνονται
ντυμένα ήλιο
μα ενώ κοιτάζω αφηρημένος κι ευτυχής
νομίζοντας πως τίποτα
δεν θʼ αγαπήσω πια
αυτός
διαπερνάει το λεπτό τοίχο του κορμιού
και πάει και σφηνώνεται σαν σφαίρα
στην καρδιά!