Επικούρειον (Γεώργιος Βιζυηνός)

Σ’ αυτή την πρόσκαιρη ζωή μας, διατί
να μη χαρή το ζωντανό το σώμα;
Ως κ’ οι μωροί το λεν, πως είμεθα θνητοί,
πως θα μας βάλουν μια φορά στο χώμα.
Μα ούτ’ οι Δεσποτάδες μας οι κορδωτοί,
ούτε οι πλέον διαβασμέν’ ανθρώποι,
γνωρίζουν τι θα γείνουμε κατόπι
αυτού που θε να ’πάμε.—
Βάλτε να φάμε!
Βάλτε να πιούμε!
Γιατί αυτό κανείς δεν το αμφισβητεί:
Φαγεί’ και πιεί’ αλλού δεν θα τα ’βρούμε.

Ανέλπιστα γυρνά της Τύχης ο τροχός,
κι’ ο Χρόνος που περνά, δεν στρέφ’ οπίσω.
Της χθες ο Κροίσος είνε σήμερα φτωχός,
κ’ εγώ, ο νέος, αύριον θ’ ασπρίσω.
Αυτά τα ’ξεύρουν όλοι πλέον ευτυχώς·
κι’ όμως πολλοί στερούνται και νηστεύουν!
Θα ελαφρύνουν τάχα, για ν’ αναίβουν

αυτού που θένα πάμε:
Βάλτε να φάμε!
Βάλτε να πιούμε!
Γιατί ως κ’ οι τρελοί το ’ξεύρουν δυστυχώς:
Φαγεί’ και πιεί’ αλλού δεν θα τα ’βρούμε.

Κι’ όποιος μια κόρη, μιαν ωραίαν αγαπά,
ας της χαρή τα πρώτα πρώτα κάλλη.
Λύπαις κι’ αρρώστιαις θα της πάρουν τα λοιπά,
και θα του μείνη μον’ η παραζάλη.
Αυτό στ’ αυτί καλά βεβαίως δεν χτυπά.
Μα πλην αυτού, ’ξάφνου προβάλλ’ ο Χάρος
κ’ ειδοποιεί: “Αφέντη, μη προς βάρος—
Κοπιάστενε να ’πάμε!..”
Βάλτε να φάμε!
Βάλτε να πιούμε!
Γιατί φαγεί’ και πιεί’ και κάλλη χαρωπά
σ’ του Χάρου το κελλί δεν θα τα ’βρούμε!

Ποιήματα