Ψυχή μου, μην ποθείς αθάνατη ζωή·
ό,τι περνά απ᾽ το χέρι σου εξάντλησέ το.
Αν ο σοφός ο Χίρων κατοικούσε ακόμα στη σπηλιά του
κι αν οι ύμνοι μου οι μελίρρυτοι μαγεύαν την ψυχή του,
θα είχα καταφέρει κάποιον γιατρό να στείλει
στους ξέχωρους θνητούς, απ᾽ τη θερμή να τους λυτρώσει αρρώστια,
κάποιο παιδί απ᾽ της Λητώς τον γόνο γεννημένο
ή και τον ίδιο τον πατέρα.
Και τότε με πλοίο θα ερχόμουνα, το Ιόνιο πέλαγος σκίζοντας,
στην κρήνη Αρέθουσα να βρω τον φίλο μου από την Αίτνα,
τον βασιλιά που κυβερνάει τη Συρακούσα·
για τους πολίτες είναι πράος, δίχως φθόνο για τους αγαθούς,
και για τους ξένους θαυμαστός πατέρας.
Αν έφτανα και του ᾽φερνα εκεί πέρα δίδυμες χάρες:
τη χρυσή υγεία και τον ύμνο για τις λαμπρές του νίκες,
τα στεφάνια που κάποτε κέρδισε ο Φερένικος στην Κίρρα,
στους πυθικούς αγώνες,
θα του φαινόμουν, λέω, σαν φως πιο λαμπερό
κι από τ᾽ άστρο του ουρανού,
καθώς εκεί θα πήγαινα, το πέλαο το βαθύ περνώντας.
(μετάφραση: Γιάννης Οικονομίδης)
Ψυχή μου, μην αποζητάς
αθάνατη ζωή, μα απόσωνε
ό,τι περνά απ’ το χέρι σου με κάθε τρόπο.
Αχ, να ‘ταν ο σοφός ο Χείρωνας
να ζούσ’ ακόμα στη σπηλιά του
και να μπορούσαν κάπως τα γλυκόφωνα
τραγούδια μου να μάγευαν το νού του,
ίσως και τώρα τον κατάφερνα
να ‘βγαζε, για τους διαλεχτούς, ένα γιατρό
που τις βαριές να θεραπεύει αρρώστιες,
γιατρό με τ’ όνομα, είτε γιο
του Απόλλωνα είτε του πατρός του
και θε να ερχόμουν τότε με καράβι σχίζοντας
του Ιονίου τη θάλασσα στην κρήνην Αρεθούσα
για τον Αιτναίο το φίλο μου
που βασιλιάς στις Συρακούσες κυβερνά
ήμερος στους λαούς του, δίχως φθόνο
για τους καλούς και θαυμαστός
από τους ξένους σαν πατέρας.
Σ’ αυτόν, αν έφτανα διπλή
φέρνοντας χάρη: τη χρυσή του υγεία
κι έναν ύμνο, στόλισμα των πυθικών
στεφάνων που ο Φερένικός του
νικώντας κέρδισε στην Κίρρα έναν καιρό,
πιο ξέλαμπρο θέ να ‘φτανα, λέγω, για κείνον φως
κι απ’ άστρο τ’ ουρανού
αφού περνούσε το βαθύ τον πόντο.
(μετάφραση: Iωάννης Γρυπάρης)
Απόσπασμα από το έργο Πυθιόνικοι, βλέπε και μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ’ ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν