Πώς να ξεχάσω τα καλοκαίρια
με τα πληγωμένα μαστιχόδεντρα
και τα χλωμά φεγγάρια
που κρέμονταν στον ουρανό;
τον αυγερινό που κρύφτηκε στη στέρνα
και δεν ξημέρωσε.
τον πόνο που ένιωσα για τ’ αστέρια στα δίχτυα
και την ευχή που έκανα σαν έπεφτε:
να μην βρω ποτέ το τέλος του γιαλού.
Πώς να ξεχάσω τα άλογα
που έτρεχαν στο πράσινο πέλαγος
και το ξεριζωμένο απ’ το κοχύλι του μαργαριτάρι,
την κάμαρα με τον βελούδινο ήχο του τσέλου
και τα κρίνα που έκλαιγαν στις χαραμάδες.
Τα καλοκαίρια που θα ‘ρθουν
το ίδιο πικρά θα μένουν
Οι στίχοι θα εξατμίζονται
και οι ηδονές μας θα στερεύουν.
Τα πεύκα θ’ ανασαίνουν το ρετσίνι τους
δίπλα στα σκαριά που αφήσαμε στην άμμο.
Τα κύματα θα μας φτάνουν
όπου και αν πάμε…
Τα καλοκαίρια που θα ‘ρθουν
φωνούλες παιδιών σε ακρογιάλια να ‘ναι
και ακτίνες από κεχριμπάρι
και τα φτερά μας να ‘ναι κέρινα
για να λιώνουν εύκολα
στο κάθε πέταγμά μας.