Εωθινό (Φίλιπ Λάρκιν, μετάφραση: Δόικας / Κουτσουρέλης)

Δουλεύω όλη μέρα και τα κουτσοπίνω το βραδάκι
Ξυπνώ τις τέσσερις στο άηχο σκοτάδι και χαζεύω.
Κάποια στιγμή ο ήλιος θα φανεί στις άκρες τις κουρτίνας.
Μέχρι τότε θωρώ αυτό που ανέκαθεν υπήρχε
Τον θάνατο ακάματο, τώρα μια μέρα ολόκληρη πιο κοντά
Καθιστώντας κάθε άλλη σκέψη αδύνατη
Εκτός από το πού, πότε και πώς εγώ ο ίδιος θα πεθάνω.
Μάταιο ερώτημα. Ωστόσο ο τρόμος
Του να πεθαίνεις και του να είσαι νεκρός
Επιστρέφει για να με ακινητοποιήσει και να με τρομοκρατήσει.

Ο νους αδειάζει στο λογισμό του. Όχι από τύψεις
–Το καλό που δεν έγινε, η αγάπη που δεν δόθηκε, ο χρόνος
που άχρηστα σπαταλήθηκε– ούτε από μιζέρια, καθώς
μία και μόνη ζωή μπορεί να χρειαστεί πολύ καιρό
για να διορθώσει το κακό της ξεκίνημα,
(πράγμα που ίσως ποτέ της να μην καταφέρει)
Αλλά από τη βέβαιη εξάλειψη που σύντομα μας περιμένει
Και στην οποία θα είμαστε αιώνια χαμένοι.
Να μη βρίσκεσαι ούτε εδώ, ούτε πουθενά·
Τίποτα πιο αληθινό, τίποτα πιο τρομερό.

Αυτό είναι ένα ιδιαίτερο είδος φόβου
Που κανένα τέχνασμα δεν μπορεί να σβήσει
Η θρησκεία προσπάθησε παλιότερα
Αυτός ο αχανής σκοροφαγωμένος θεσμός
Που δημιουργήθηκε για να μας πείσει
Ότι δε θα πεθάνουμε ποτέ
Και να μας καθησυχάσει με σοφίσματα:
Κανένα λογικό ον δεν μπορεί να φοβάται κάτι που δεν θα νοιώσει
Και δεν καταλαβαίνουν ότι αυτό είναι που φοβόμαστε – ούτε εικόνα, ούτε ήχος,
Αφή, γεύση ή όσφρηση, τίποτα να σκεφτούμε.
Τίποτα ν’ αγαπήσουμε ή με το οποίο να δεθούμε,
Το αναισθητικό από το οποίο κανένας δε συνέρχεται.

Έτσι, παραμένει στη γωνία της όρασής μας
Μία μικρή, δυσδιάκριτη μουτζούρα, μια βέβαιη παγωμάρα
Που ανακόπτει κάθε παρόρμηση σε αναποφασιστικότητα.
Τα περισσότερα δε θα συμβούν: το συγκεκριμένο όμως θα συμβεί,
Και η συνειδητοποίησή του ξανάβει τους φόβους μας
όποτε πιανόμαστε δίχως πιοτό ή ανθρώπους.
Ανώφελο το κουράγιο: Δε σημαίνει παρά να μην τρομάζεις τους άλλους. Το θάρρος
Δε γλίτωσε κανένα από τον τάφο.
Ο θάνατος είναι ο ίδιος και για δειλούς και για γενναίους.

Σιγά-σιγά δυναμώνει το φως και αρχίζει να διαφαίνεται το δωμάτιο
Απλό, σαν ντουλάπα. Αυτό που γνωρίζουμε
Και πάντα γνωρίζαμε, δηλαδή ότι δεν υπάρχει διαφυγή,
Δεν μπορούμε ακόμα να δεχτούμε. Από κάτι πρέπει να παραιτηθούμε.
Εντωμεταξύ, τα τηλέφωνα αναμένουν, έτοιμα να χτυπήσουν
Σε κλειδωμένα γραφεία και ολόκληρος ο αδιάφορος
Πολύπλοκος, δανεικός κόσμος, αρχίζει να ξυπνάει.
Ο ουρανός, άσπρος σαν πηλός, ανήλιαγος.
Δουλειά μάς περιμένει.
Οι ταχυδρόμοι, σαν τους γιατρούς, γυρνάνε από σπίτι σε σπίτι.

Philip Larkin, Aubade, μετάφραση: Σπύρος Δόικας


Εωθινό
(Μετάφραση: Κώστας Κουτσουρέλης)

Όλη τη μέρα στη δουλειά, τα βράδια πίνω.
Ξυπνώ στις τέσσερις μες στ’ άηχο σκοτάδι.
Κοιτώ τα στόρια αντίκρυ μου προσμένοντας το φως.
Ώς τότε αυτόν που είναι πάντα εκεί διακρίνω :
μια μέρα ακόμη πιο κοντά, κι άοκνο, τον Άδη
κάθε μου σκέψη ν’ ακυρώνει έξω απ’ το πώς
το πού, το πότε θα πεθάνω και εγώ.
Στείρα απορία. Όμως του φόβου αυτού η αγχόνη,
πως θα πεθάνεις, θα σε βρουν νεκρό,
πάντοτε αστράφτει τρομερή και καθηλώνει.

Σβήνει ο νους στη λάμψη της. Όχι από τύψεις
—για ό,τι δεν έζησες, για όσα χρωστάς,
για τ’ άπρακτα, τα πεταμένα χρόνια— ούτε επειδή
καιρό σου πήρε για ν’ αρθείς σ’ αυτά τα ύψη,
τη λαθεμένη για να δεις, αν ίσως, διαδρομή.
Αλλά γι’ αυτό τ’ ανέκκλητο, το τέλειο πουθενά,
τον όλεθρο τον βέβαιο όπου τραβάς
και όπου για πάντα θα χαθείς. Παύοντας πια
να είσαι εδώ, ή όπου αλλού. Και είναι αυτή
η πιο μεγάλη αλήθεια, η πιο τρομακτική.

Είναι ένα ξέχωρο είδος φόβου, ειδικό,
κανένα τέχνασμα φτηνό δεν το εξαλείφει.
Το ξεφτισμένο το μπροκάρ των θρησκειών
που υποκρίνονται πως ες αεί θα ζούμε,
οι σοφιστείες πως δεν γίνεται έλλογο ον
να τρέμει ό,τι να νιώσει δεν μπορεί, οι τυφλές
να δουν ότι φοβόμαστε αυτό ακριβώς :
πως οι αισθήσεις μας δεν θα ‘ναι ζωντανές
πως πια δεν θα σκεφτόμαστε, δεν θα ποθούμε,
πως απ’ τη νάρκωση κανείς δεν ανανήφει.

Κι έτσι στου βλέμματος κολλάει την άκρη,
ένα μικρό στίγμα θολό, ένα ρίγος διαρκές
που συγκρατεί και καταπνίγει τις ορμές.
Πολλά άγχη διαψεύδονται ίσως, μα όχι αυτό,
πάντα επιστρέφει, πάντοτε ξεσπάει
σε λάβρο τρόμο όταν ξεμένουμε χωρίς
παρέα ή ποτό. Δεν ωφελεί ευψυχία εδώ :
τον άλλο απλώς να μην τρομάξεις βοηθάει.
Γενναίος τον τάφο δεν τον γλίτωσε κανείς.
Ίδιος ο θάνατος με σθένος ή με δάκρυ.

Αργά το φως στάζει στα έπιπλα μορφή.
Βαρύ προβάλλει ό,τι γνωρίζουμε καλά,
ό,τι πάντα γνωρίζαμε : πως δεν υπάρχει διαφυγή
ή διαλλαγή εδώ. Ένας θα βγει χαμένος.
Στο μεταξύ μες στα κλειστά γραφεία σαλεύουν
πανέτοιμα τ’ ακουστικά, ο κόσμος όλος
βγαίνει απ’ τη νάρκη, απαθής, συγκεχυμένος.
Απών ο ήλιος, μι’ άσπρη λάσπη ο ουράνιος θόλος.
Έφτασε η ώρα πάλι για δουλειά.
Οι ταχυδρόμοι, σαν γιατροί, περιοδεύουν.


Aubade

I work all day, and get half-drunk at night.
Waking at four to soundless dark, I stare.
In time the curtain-edges will grow light.
Till then I see what’s really always there:
Unresting death, a whole day nearer now,
Making all thought impossible but how
And where and when I shall myself die.
Arid interrogation: yet the dread
Of dying, and being dead,
Flashes afresh to hold and horrify.
The mind blanks at the glare. Not in remorse
—The good not done, the love not given, time
Torn off unused—nor wretchedly because
An only life can take so long to climb
Clear of its wrong beginnings, and may never;
But at the total emptiness for ever,
The sure extinction that we travel to
And shall be lost in always. Not to be here,
Not to be anywhere,
And soon; nothing more terrible, nothing more true.
This is a special way of being afraid
No trick dispels. Religion used to try,
That vast moth-eaten musical brocade
Created to pretend we never die,
And specious stuff that says No rational being
Can fear a thing it will not feel, not seeing
That this is what we fear—no sight, no sound,
No touch or taste or smell, nothing to think with,
Nothing to love or link with,
The anaesthetic from which none come round.
And so it stays just on the edge of vision,
A small unfocused blur, a standing chill
That slows each impulse down to indecision.
Most things may never happen: this one will,
And realisation of it rages out
In furnace-fear when we are caught without
People or drink. Courage is no good:
It means not scaring others. Being brave
Lets no one off the grave.
Death is no different whined at than withstood.
Slowly light strengthens, and the room takes shape.
It stands plain as a wardrobe, what we know,
Have always known, know that we can’t escape,
Yet can’t accept. One side will have to go.
Meanwhile telephones crouch, getting ready to ring
In locked-up offices, and all the uncaring
Intricate rented world begins to rouse.
The sky is white as clay, with no sun.
Work has to be done.
Postmen like doctors go from house to house.
Άλλα ποιήματα που μπορεί να σας αρέσουν