Η Βίκυ της αιμομιξίας (Αλέξης Τραϊανός)

Κυνηγούσα το φως και μ’ αγκύλωνε
Σαρκοβόρο σκοτάδι από πέτρα πλάγιο
Κατεβαίνοντας μέσα στο στόμα

Με δένει η πέτρα ζοφερά ψυχανθή
Κύκλοι του αίματος μέσα στον ύπνο που ξύπναγε
Όταν κόκκινη Κοκκίνισε ο τόπος
Μ’ ένα φόρεμα ματωμένο απόρρητο ήταν

Δόθηκε η καρδιά μου και άδειασε

Χωρίς ηλικία γέννηση θάνατο
Μέσα στο στόμα μου μόνο ένα χάπι για τον ύπνο
Κι ένα

Αντίο η θάλασσα με την ίδια προσπάθεια εδώ και χρόνια
Αντίο η φλόγα ενός σάπιου ανέμου
Αντίο ξεκρέμαστε απ’ την ουσία σου κόσμε

Βλέπω αίμα αίμα πολύ
Γέμισε το παράθυρό μου χαμένος παράδεισος
Φυτεία της νικοτίνης και νύχτα

Τότε κάπου πάντα θέλει να πάει κανείς
Στο τίποτα έστω μέσα σε τόσα τίποτα

«Κι η χαμένη καρδιά σκληραίνει και αγάλλεται»
Τ’ όνειρο έμπαινε πια μέσα στη μέρα μου
Κι από παντού το κόκκινο το κολασμένο γέλιο σου

Εδώ ’μαι γέρος ερωτευμένος με το δωμάτιο και τα σκοτάδια
Δεν έχω μάτια να σε δω δεν έχω χέρια
Βήχω πίνω καφέ
Βάζω το ξύλινο πόδι μου το γυάλινο μάτι μου
Σου γράφω αυτά τα λόγια που γράφει πριν φύγει κανείς
Κάνει κρύο
Φοβάμαι

Αλέξης Τραϊανός, Από τη συλλογή Το δεύτερο μάτι του Κύκλωπα / Cancerpoems (1977)

Σημείωση
Η Βίκυ ήταν συνάδελφος του ποιητή στην Υ.Π.Α. Την είχε δει σ’ ένα όνειρο, όπου η Βίκυ φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα, αλλά και γενικά το όνειρο ολόκληρο ήταν κόκκινο. Μέσα σ’ αυτό, επίσης, η Βίκυ είχε κάποια συγγένεια μαζί του (μάλλον αδελφική)∙ μεταξύ τους, μάλιστα, υπήρξε και ερωτική επαφή (αιμομικτική συνεπώς).

Άλλα ποιήματα που μπορεί να σας αρέσουν