Τίνος είναι τα δάση αυτά, θαρρώ το ξέρω.
Ωστόσο μένει στο χωριό, κι ενώ το στρώνει
Δεν θα το μάθει πως σταμάτησα εδώ πέρα
Να δω που σκέπασε τα δάση του το χιόνι.
Στ’ αλογατάκι μου θα μοιάζει ξένο πράμα
Που σταματώ καθώς δεν βλέπει γύρω σπίτι
Τούτο το πιο σκοταδερό του χρόνου βράδυ
Δίπλα σε δάση και μια παγωμένη κοίτη.
Δίνει ένα σείσμα στα κουδούνια της σαγής του
Ρωτώντας μήπως έχει γίνει κάποιο λάθος
Πέρα απ’ αυτό μόνο το θρόισμα των νιφάδων
Κι ο άνεμος θωπευτικός από το βάθος.
Χαριτωμένα, σκοτεινά, πυκνά τα δάση
Μα εγώ ’χω ακόμα μίλια εμπρός μου για να φτάσω
Κι έχω ένα πλήθος υποσχέσεις να τηρήσω
Πριν πέσω για να κοιμηθώ, να ξαποστάσω.