Σαν θα πεθάνω να με θάψετε
πάνω στων λόφων τη γωνία,
στον κάμπο τον πλατύν ανάμεσα,
στη λατρεμένη μου Ουκρανία.
Να βλέπω τα φαρδιά χωράφια μας,
το Δνείπερο και τους γκρεμνούς του
και μέρα-νύχτα ν’ αφουγκράζομαι
τους βρόντους και τους βρυχηθμούς του.
Κι όταν μία μέρα φέρει ο Δνείπερος
το αίμα του εχθρού απ’ την Ουκρανία
ως κάτω στο γαλάζιο ακρόγιαλο
τότε θ’ αρχίσω νέα πορεία,
– βουνά και κάμπους θε ν’ αφήσω
κ’ ίσα στο Θεό θα προχωρήσω
να του προσευχηθώ, μα ως τότε
δεν τον γνωρίζω το Θεό.
Θάψτε με, κι όρθιοι σηκωθείτε,
τις χειροπέδες σας συντρίψτε
και με το μαύρο, το εχθρικό
αίμα, τη Λευτεριά ραντίστε.
Κ’ εμένα στη μεγάλη σας φαμίλια κλείστε,
στη λεύτερη και νέα σας αγκαλιά
και να με μνημονεύετε μη λησμονήστε
με την καλή, τη σιγαλή σας τη λαλιά.