Δεν έρχομαι να κατακτήσω απόψε το σώμα σου, θηρίο
Όπου ενός λαού οι αμαρτίες φτάνουν, ούτε να σκάψω
Καταιγίδα θλιβερή στα βρώμικα μαλλιά σου
Με του φιλιού μου την ανίατη πλήξη:
Ύπνο στο λίκνο σου βαρύ και δίχως όνειρα γυρεύω
Κάτω από πέπλα τριγυρνώ που δεν τα αγγίζουν τύψεις,
Ενώ εσύ από απάτες σκοτεινές μετά απολαμβάνεις,
Εσύ που ανύπαρκτη καλύτερα απ΄ τους νεκρούς γνωρίζεις.
Γιατί η Κακία, την έμφυτη ευγένεια ροκανίζει
Και όπως εσένα με στειρότητα με έχει σημαδέψει,
Μα ενώ στο πέτρινό σου στήθος κατοικεί
Καρδιά που αμαρτία καμιά δεν το πληγώνει,
Φεύγω ηττημένος και χλωμός, σάβανο με στοιχειώνει,
Φοβάμαι μην αφανιστώ, αφού κοιμάμαι μόνος.