Παίζει το φως με το νερό, στην άκρη του γιαλού,
μα γω είμαι μόνος και μακριά – κι είναι η ψυχή μου αλλού·
κι ενώ στα γύρω φαίνεται χαμένη και δοσμένη,
με διπλωμένα τα φτερά, το δειλινό προσμένει.
γιατί, η ψυχή μου, όσο το φως απλώνεται, δε ζει,
είν’ αδερφή των σκοταδιών και χάνεται μαζί
κι ανίσως, τώρα, μες στο φως, έτσι μακριά μου μοιάζει
πάλι θα ζήσουμε μαζί τις ώρες που βραδιάζει…