Είχα βάψει το μέτωπο
Είχα βάψει το μέτωπο με δυσμορφία
Στο βάθος ενός ανήλιαγου δρόμου
Γυρεύοντας το κλαδί και το έμβλημα
Ατέλειωτα σκαλοπάτια
Μα η φωνή σου μούγινε μήνυμα ήλιου
Από ηχερές βαθμίδες
Για να ξυπνήσω πλάι στη θάλασσα
Επιθυμία δέντρο παλαιό
Στήθος ζεστό γλυκύτατη γνώση
Στήθος απαλό η φρεσκάδα των τάφων
Βυθισμένη πατρίδα
Περπατήσαμε κρατημένοι πλάι στα κύματα
Θα κοιμηθούμε μαζί ανάμεσα στις πέτρες
Μαλακές και ζεστές από φωτιά και μνήμη
Οι πεθαμένοι έχουνε τύψεις
Όσοι δεν γύρισαν απ’ την άλλη μεριά
Όσοι δεν γνώρισαν τη διπλή γωνιά τους
Όμως εγώ θα σε ξαναβρώ
Ένας ήσκιος δίχως ρωγμή
Μέσα σε μια αιωνιότητα
Όπου δυο χέρια κ’ ένα φιλί
Ανάβουν τον ήλιο