… στο βάθος ξεχωρίζει η θάλασσα
όπως γυναίκα σε φανταστική οθόνη
που ως αργά τη νύχτα μεταφράζει όνειρα
στη διάλεκτο της μοναξιάς…
— Τόλης Νικηφόρου, Στη διάλεκτο της μοναξιάς (2008)
Πάντα στο βάθος ξεχωρίζει η θάλασσα
καράβια μελαγχολικά μείναν αρόδο
αργοχορεύοντας στις μουσικές τής νύχτας
βουβές και νοτισμένες οι ομπρέλες
σαλεύουν λες στον ουρανό με μια λαχτάρα προδομένη
μια λάμπα διακριτικά μπροστά τους τρεμοσβήνει
μην και φανούν τα δάκρυά τους
τις ξέχασε κι απόψε η Μαίρη Πόπινς
πάνε τα supercalifragilisticexpialidocious
μάγια που λύθηκαν
μάγια που τελικά ποτέ δεν είχαν πιάσει
Γλώσσα άστοργη που τριβελίζει τη σιωπή το αίμα
καλπάζει ως τους κροτάφους
διατρέχει ουρλιάζοντας το σώμα
χτυπάει μανιασμένο στην πλάτη τής καρέκλας
τρομοκρατεί το μαξιλάρι και το στρώμα
μεταφράζει τα όνειρα σε εφιάλτες
αντανακλάται σε φανταστικές οθόνες σ’ ανύπαρκτους καθρέφτες
πας να μουδιάσεις τις αισθήσεις, δεν σ’ αφήνει
πας να το διώξεις από μέσα σου σαν μίασμα
σε αγνοεί αντιστέκεται σε περιπαίζει
«δεν θέλω πια να υπάρχω», του φωνάζεις
«θα υπάρχεις θες δεν θες» η απάντηση
Μαζί του δεν θα συνεννοηθείς ποτέ
όσους κι αν βάλεις δραγουμάνους μάταιος κόπος
τη γλώσσα αυτή, τη γλώσσα σου
δεν τη διδάσκουν τα σχολειά και τα βιβλία
δεν έχουν κώδικες οι φθόγγοι της
ούτε κανόνες η γραμματική και το συντακτικό της
δεν είναι καν γλώσσα η μοναξιά
είναι διάλεκτος ανάδελφη
(10 Ιουλίου 2009)
Ευχαριστώ σας για τη φιλοξενία!
Η γλώσσα της μοναξιάς μόνο με τη μοναξιά διαβάζεται.
Moύδιασες τις αισθήσεις…
Δεν ξέρω το λόγο που δεν έγραφες τόσο καιρό.
Ξέρεις πως είμαι ειλικρινής μαζί σου.
Ποτέ δεν ήμουν των κοπλιμέντων και των μεγάλων λόγων.
Μαγεύτηκα.
Θα ταν μεγάλο λάθος να μην συνεχίσεις.
Εγώ σου εύχομαι μια νέα υπέροχη αρχή.
Ενα ταξίδι στον κόσμο της Ποίησης…….από μέσα ….
Γιατί δεν έγραφα τόσο καιρό; Υποθέτω γιατί δεν είχα κάτι να πω ή γιατί, άμα καμιά φορά σκεφτόμουνα κάτι, μέχρι να το γράψω έβρισκα ότι κάποιος άλλος συγγραφέας πρόλαβε και τα είπε πολύ παλαιότερα και πολύ καλύτερα από μένα.
Δεν μπορώ να υποσχεθώ ότι θα συνεχίσω να γράφω, ειδικά ποιήματα. Να σκεφτείς ότι το προηγούμενο το ‘γραψα πριν 1,5 χρόνο. Και το πρώτο της ζωής μου πριν 27 χρόνια. Άντε βρες την άκρη.
Περίεργα νιώθω που ο Σπύρος δημοσίευσε το ποίημα μόλις του το ‘δειξα, χωρίς να μ’ αφήσει να κάνω έστω μια διόρθωση (πράγμα που βαριέμαι αφόρητα) και που εσύ λες τόσο καλά λόγια. Δεν είμαι και πολύ σίγουρη ότι μ’ ενδιαφέρει το ταξίδι στον κόσμο της ποίησης από μέσα, όπως λες, Μαρία. Μάλλον νιώθω καλύτερα απ’ έξω – σίγουρα πιο άνετα και μες στα νερά μου. 🙂
Tο μόνο που έχω να πω, είναι πως … κάτι ήξερε ο Σπύρος.
Εν οίδα, ότι ουδέν οίδα -:)
Επιτέλους, αν και μικρό παιδί, μίλησες σωστά. 🙂
Αφού είμαστε συντροφιά με τους στιχους σου η μοναξιά μηδενίζεται. Σε ανύποπτους χρόνους και καιρούς…Η ποίηση μας κάνει όλους αδέλφια.
Ναι, είναι στιγμές, ώρες, μέρες, που η μοναξιά μηδενίζεται. Ειδικά όταν η ποίηση καταφέρνει να μας κάνει όλους αδέλφια.
Όσο για τη συντροφιά με δικούς μου στίχους, μη χαίρεστε… τυχαία ήταν. Ρωτήστε και τον Σπύρο που ξέρει πολλά για το θέμα αυτό. 🙂
Θα ήταν πολύ ωραία αν η ποίηση μηδένιζε τη μοναξιά σε μια εικονική αδελφότητα. Δυστυχώς, οι άνθρωποι έχουν ακόμη ανάγκη από τις αισθήσεις τους να τους δώσουν την πληροφορία της εγγύτητας… όραση, ακοή… αφή. Βέβαια, αν δεν υπάρχει ψυχική συγγένεια, όλα αυτά αναιρούνται.
Mε συγκίνησε το ποίημα..τη μοναξιά τη έχουμε νιώσει όλοι, άλλοι σε μεγάλο βαθμό και άλλοι σε μικρό. Η χειρότερη είναι αυτή που νιώθουμε όταν βρισκόμαστε με άλλα άτομα αλλά δεν υπάρχει ψυχική επαφή..Μακάρι να δούμε και άλλα από σένα Βίκυ.. ξέρω ότι θέλεις να είσαι από έξω και να παρατηρείς στενά τη ποίηση, αλλά είσαι ένας άνθρωπος που έχεις πολλά να πεις ακόμα κι όταν εσύ νομίζεις το αντίθετο…
Αυτό της λέω κι εγώ, αλλά δεν μ’ ακούει…
Αφού γράφετε εσείς και είστε φίλοι, μπορώ να (ξε)κλέβω λίγη απ’ τη δικιά σας δόξα. 🙂
Άσ’ τα σάπια 😛
Δηλαδή, παλιόπαιδο, δεν θα μοιραστείς τη δόξα σου μαζί μου; Κάνε φίλους να δεις καλό, σου λέει ο άλλος. 😛
η μοναξιά ειναι δυσκολη λεξη…
δε πρεπει να την ξεφωνιζουν…
μοναξια σημαινει να ζεις και να πονας…να πονας…
να ψαχνεις…να ερευνεις…σ΄ενα σκοτεινο δωματιο διχως λαμπα…κι αν καπου βρεις φως…να θλιβεσαι…
να βλεπεις ονειρα και κανεις να μην ειναι εκει..αδεια..κενα..βουβα..
να βαδιζεις και να σκεφτεσαι στιγμες που χαραξαν πληγες βαθιες σαν ξυραφι μες το κορμι σου…στις φλεβες σου…και να θες να ουρλιαξεις, να βγαλεις μια κραυγη…νιωθεις να πνιγεσαι…κοιτας τριγυρω..κανεις…ιδρωνεις…κανεις να σηκωσεις το χερι ψηλα για μια τελευταια φορα…παιρνεις ανασα…και βυθιζεσαι παλι στις μοναξιας σου τη σιωπη…
Βίκυ, πόσο πολύ προχώρησες, καλή μου, από τότε που ο βιοπορισμός ας έφερε κοντά.
Τι βίοι παράλληλλοι, από την ημερομηνία γέννησης μας, σπουδές, δουλειά, μετά…
Και μετά από εικοσιπέντε τριάντα χρόνια, οι αναζητήσεις μας μας βγάζουν πάλι στους ίδιους δρόμους, σαν νάταν αδιέξοδο όπου θα συναντιόμασταν νομοτελειακά, καπου στη μέση και λίγο παραπάνω…, όσο προλαβαίνουμε…
Το γραπτό σου με άγγιξε…
Προχώρησα τελικά; Δεν ξέρω, Τασούλα. Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Πάντως πάλεψα όπως και όσο μπορούσα. Τόσο ήξερα και ένιωθα, τόσο έκανα.
Ήταν ωραία, ωστόσο, τα χρόνια της κοινής μας πορείας. Και τα μαθητικά και τα φοιτητικά και τα εργασιακά. Ξέρεις, θυμάμαι πάντα με περηφάνια τη δουλειά ουσίας και υψηλής ποιότητας που κάναμε οι δυο μας στο πρώτο σου σχολειό, με μέσα πενιχρά, αλλά με πλεόνασμα ευαισθησίας, καλαισθησίας και φιλότιμου. Κι ήμασταν τόσο μικρές τότε. Μόλις λίγα χρόνια μεγαλύτερες απ’ τους μαθητές μας. Ναι, μας καμαρώνω για τότε, για τα χρόνια του οράματος. Άλλωστε, ανήκουμε στη «γενιά του ιδιωτικού οράματος» καταπώς λένε την ποιητική γενιά του 1980, των συνομήλικών μας συγγραφέων.
Προχωρήσαμε, λες, από τότε; Δεν ξέρω. Μάλλον όχι. Αφού δεν καταφέραμε να κάνουμε το ιδιωτικό μας όραμα δημόσιο, μάλλον δεν καταφέραμε κάτι σπουδαίο. Μας έμεινε η εσωτερική μας μοναξιά, αυτή που την ονομάτισα «διάλεκτο ανάδελφη». Και ίσως κάποιες ελπίδες να κάνουμε τον κόσμο λίγο καλύτερο όσο προλαβαίνουμε, όπως λες… αν προλαβαίνουμε.
Κρίμα που τόσον καιρό τώρα δεν το είχα δει…
Ειλικρινά(!), με δάκρυα στα μάτια, ομολογώ πως είναι από τα ωραιότερα ποιήματα που έχω διαβάσει στη ζωή μου…
Τα “μπράβο” και τα “συγχαρητήρια” είναι τόσο μικρά για να εκφράσουν ό,τι νοιώθω…
Ένα μόνο βαθύ “ευχαριστώ” σου ψιθυρίζει η ψυχή μου, Βίκυ μου, που την άγγιξες και τη ζέστανες τόσο πολύ, μ’αυτή τη γραφή σου!
Νάσαι καλά, Γιόλα μου. 🙂
Και πού είσαι; Κράτα το ως κόρη οφθαλμού γιατί Κύριος οίδε αν θα δεις άλλο ποίημα από μένα. 🙂
Ε, ναι, τόσες λέξεις, εξαντλήθηκες πια … 😛
Βίκυ μου, λέγε εσύ ό,τι θέλεις…
Εγώ πράγματι θα το κρατώ ως κόρη οφθαλμού κι αυτό, όπως και το κείμενό σου “Οι πιο “δικοί” μου άνθρωποι στον κόσμο… οι ποιητές που αγάπησα”, ένα κείμενο μέσα από το οποίο σε ΕΜΑΘΑ, δίχως να μου έχει κανείς μιλήσει για σένα, δίχως να σε έχω συναντήσει, δίχως να έχουμε ανταλλάξει ούτε μια λέξη… Κι ύστερα από την ανάγνωση εκείνου του κειμένου, η ψυχή μου μού ψιθύρισε με συγκίνηση: “Να λοιπόν ένας ακόμη “δικός” σου Άνθρωπος, να μια “φίλη” που δεν θα σε προδώσει ποτέ…
Τώρα, όσο για το “… Κύριος οίδε” αν θα δω άλλο ποίημα από σένα, ένα έχω να σου πω:
ότι Κύριος οίδε ότι η Ποιοτική Ποίηση παρουσιάζει δυσαναπλήρωτο κενό με την απουσία ΣΟΥ!
Και συ, σαν καλή χριστιανή, πρέπει να το λάβεις αυτό σοβαρά υπ΄όψιν σου…
Και μη γελάς κι αρχίσεις πάλι τα δικά σου, μη και τσακωθούμε, μέρες εορταστικές που έρχονται…
Σπύρο, ναι, ήταν πολλές οι λέξεις και, τώρα που το ξαναβλέπω το γραπτό, οι μισές θέλουν σφάξιμο για να (ξ)αλαφρώσει.
Γιόλα, δεν είμαι καλή χριστιανή, οπότε…
Τι να πω, αυτό δεν το περίμενα από εσένα 😛
Όλα να τα περιμένεις από μένα. 🙂
Τι δηλαδή, ακόμη και το να αρχίσεις να γράφεις;
Αυτό είναι το τελευταίο και πλέον αμελητέο. Υπάρχουν τόσο πολλοί που γράψαν και γράφουν τόσο καλά. Ένας παραπάνω δεν λέει τίποτα.
Αχ, αν σκέφτονταν όλοι έτσι, η ποίηση θα μας είχε τελειώσει από χρόοοονια. 😛
Πες πως έχεις μπλέξει με ένα σωρό άλλα πράγματα που αγαπάς εξίσου (αφού περιέχουν ποίηση) κι άσε τις υπόλοιπες δικαιολογίες κατά μέρος. Τι θα πει, δηλαδή, “υπάρχουν τόσο πολλοί που γράψαν και γράφουν τόσο καλά”; Τη ρώτησες την ποίηση και σου ‘πε πως της φτάνουν και της περισσεύουν; 😛
Εξάλλου, ως γνωστόν, τα έχουν πει ήδη όλα οι Αρχαίοι Έλληνες και οι Λατίνοι. Ποίος ο λόγος, ερωτώ, της ύπαρξης λογοτεχνίας τα τελευταία 2000 χρόνια;
🙂 Επικίνδυνα ερωτήματα θέσαμε, Σπύρο. Αχ, και σαν να τις βλέπω να ‘ρχονται οι δριμύτατες απαντήσεις.
Να εύχεσαι να της έχει πέσει δουλειά. Τίποτ’ άλλο δεν σου λέω. 😛
Τα τελευταία 2.000 χρόνια, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, γράφονται μετριότητες.
Περιμένουμε με αγωνία και το… δεύτερο ποίημα. Προχώρησε;
Δεν θα ενδώσω στο καταλυτικό σου χιούμορ. 🙂
Τόσα χρόνια μ’ έχεις στο περίμενε…
Έτσι, για να σου έρθει ξαφνικό.