Κι όταν η πόλη οριστικά νεκρώθηκε
και στις μεγάλες άδειες λεωφόρους
έμειναν μόνο τενεκέδες σκουπιδιών
και γάτες εξαθλιωμένες που θρηνούσαν
Εκείνος γλίστρησε αλαφρά σαν ίσκιος
μέσ’ από την παλιά νεκροκασέλα
κι ευτυχισμένος που αξιώθηκε επιτέλους
τόση συγκομιδή απεραντοσύνης
γονάτισε και κλείνοντας τα μάτια
δόθηκε στη βαθιά μαγεία των ήχων
αυτών που μόνο οι πονεμένοι ακούνε
κι έτσι δεν ένιωσε καθόλου τα σκυλιά
που πεινασμένα σύρθηκαν κοντά του
κι έτρωγαν τρυφερά τις σάπιες σάρκες του
καθώς πιο κει το νέο του σώμα
φορτισμένο
με αγνότητα ουρανού
φεγγοβολούσε
Πολύ καλό ποίημα, ε; Και, μάλιστα, μόλις στη δεύτερη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη. Άμα το ‘χεις, που λέμε…