Τέτοιες στιγμές παράλογης κι απόκοσμης χαράς
Μπορείς να ξεχωρίσεις τον θάνατο
Οι άλλοι περνούν κάτω ανύποπτοι στην Πλατεία Κάνιγγος
Κι ο θάνατος είναι πλάι, μαζί τους
Έχει μεταμορφωθεί σε λαχειοπώλη
Κι είναι ασήμαντος με μπεζ κοστούμι
Κι αναπηρικό σήμα στο πέτο
Μόλις καταλάβει πως κανείς
Ίσως κανείς τον υποπτεύτηκε
Μεταμορφώνεται σε θυρωρό.
Πρέπει να προλάβω
Να πω αυτά που είδα
Σήμερα το πρωί από το έβδομο πάτωμα.
Τώρα βλέπω πώς δημιουργήθηκαν τα μνημόσυνα κι οι προβλέψεις
Τα κοινά τροπάρια και τα ωράρια
Οι ευκατάστατοι κι οι δειλοί
Οι συνήθειες η ανοχή τα μπορντέλα
Γι’ αυτό κανείς
Δεν μπορεί να διακρίνει
Τον θάνατο
Στην Πλατεία Κάνιγγος στις 11 το πρωί.
Εγώ πρόλαβα και την τελευταία μεταμόρφωση
Έχει ντυθεί πωλητής κι έχει μπροστά του
Ένα τραπέζι
Με κόκκινους ανεμόμυλους
Που περνούν δαιμονισμένα
Όταν σηκωθεί μικρός άνεμος.
Σ’ αυτή την παράξενη χαρά
Σ’ αυτή την κατάσταση που τα νεύρα δεν υπακούουν το μυαλό
Κι η μνήμη εξαρθρώνεται και περπατάει ελεύθερη
Σαλτιμπάγκος σ’ εναέρια κόλπα
Σ’ αυτήν την παράλογη χαρά
Με το σώμα νικημένο από τον ίδιο
Παντοδύναμο κι αυτοτελές
Μπορείς να δεις καθαρά στις υγρές φυλακές τής ερημιάς τής γυναίκας
Να συλλάβεις τους σπονδύλους τού ρυθμού
Και να πιάσεις τον θάνατο
Ανήμπορο και δειλό
Ν’ αποφεύγει την σύγκρουση.
27 Ιανουαρίου 1966
Από τη συλλογή Θάνατος στην Πλατεία Κάνιγγος (1975)