Ως πότε θα σε περιμένει συλλογισμένη η μοίρα;
Εσύ ήσουν πιστός στο βαθύ βιβλίο και στα ανοιχτά έξυπνα μάτια
Έσκυβες στην ανάμνηση και σε ρωτούσα για τα λουλούδια και την ποίηση
Χαιρετούσες τη σκυφτή περπατησιά τού πεύκου τής αυλής
με κείνο το κλειστό χαμόγελο που ηρεμούσε συχνά το περιβάλλον
Πότε συλλάβισες τη μοίρα σου;
Από δω και πέρα προχωρούμε σκοτεινά
Πότε σταλάζεις το δάκρυ για τη ματαιότητα των ηρώων
Και πάντοτε φεύγει με ανοιχτές πληγές και ξυπνή την ανησυχία για την πορεία…
Πότε είσαι αμίλητος και ισορροπείς – λευκό σαντάλι που θα περάσει το Ρουβίκωνα…
Τότε σου ψιθύρισα:
Θα μιλήσω για σένα στη μοίρα σου
Θα της πω πως έχεις τον ηρωισμό να είσαι ευαίσθητος