Στην πρώτη δύσκολη νύχτα
χωρίς διαφάνειες, σκάβοντας το αδύνατο,
χωρίς καν μια υποψία παρουσίας,
ακουμπώντας στο χώμα,
αυτοί που ήρθαν χθες
μπορεί κι αύριο
από την ίδια ερημιά να σε κοιτάζουν.
Κανείς δεν σε ξέρει.
Μέσα από την κρύα στάχτη,
τον αβαρή καπνό,
κολυμπώντας σ’ ένα ουδέτερο μελάνι
ζητάς μια πρόφαση,
ένα σημείο αναγνώρισης –
κι η πόλη να καθρεφτίζεται στο τζάμι.
Τώρα είσαι μόνος παρ’ όλα τ’ αστέρια.
Κάτω από το καμπύλο φως της λάμπας
πέφτει μπροστά στα μάτια σου καμένο σκοτάδι.
Κανείς δεν το βλέπει. Κανείς δεν ξέρει γιατί
πέφτει μαύρη πάχνη από τον ουρανό
κι εσύ γιατί αυτό το άχρηστο υλικό
το ονόμασες κόσμο.