Τώρα που φτώχυνε η ζωή μεσ’ στα πολλά της πλούτη
και ορφανέψαν οι καρδιές στη μοναξιά του κόσμου,
τώρα που φίλοι και δικοί μακραίνουν και ξεχνιούνται
και που λιγόστεψε το φως στα μάτια της ψυχής μας,
γυρίζω στην πατρώα γη, στο Άλλοτε, στο Τότε,
να ξαναβρώ ό,τι χάνεται απ’ τ’ άχαρο το Τώρα,
την Πίστη μας, τη Γλώσσα μας, την άπαρτη τη Μνήμη,
τα τρία αυτά μυριάκριβα κι ατίμητά μου δώρα
που δεν τα πήραν οι καιροί κι οι χρόνοι δεν τα σβήσαν,
που μου ‘τυχαν κληρονομιά κι είπα να τα μοιράσω,
να μνημονεύουμε οι παλιοί, να μάθουν οι καινούργιοι
κι όλοι μαζί προσκυνητές για τους Παξούς να πάμε,
εκεί που εικόνες ομορφιάς και μνήμες ιστορίας
μιλούν με χίλια στόματα σ’ όποιον μπορεί κι ακούει;
Ευτυχία Γερ. Μάστορα (Παπαγεράσιμου), Παξινοί Δεκαπεντασύλλαβοι