Καιρό περίμενα να λάβω μήνυμά του,
κατά πώς μούχε τάξει πριν πεθάνει. Κι άξαφνα, σήμερα χαράματα ξυπνώ και πριν τινάξω από τα μάτια μου τη σκόνη τού ύπνου, φωνές και γέλια ακούγονται στον κήπο. Κι ανάμεσά τους ξεχωρίζω τη φωνή του, να με καλεί με τ’ όνομά μου.
— Ορέστη!
Πετιέμαι απ’ το κρεβάτι αλαφιασμένος και με λαχτάρα τρέχω στο παράθυρο.
Κανείς. Σαν άδειος από ανθρώπους μοιάζει ο κόσμος. Ο κήπος έρημος και μελαγχολικός. Και μοναχά ένας γέρος κηπουρός –που άλλη φορά δεν έχω ξαναδεί–
σκυφτός ξεχορταριάζει το παρτέρι.