Γιατί ποτέ δεν θέλησε κανείς
να γίνει αυτό που πάντα επιζητούσα –τόσων περιπλανήσεων ο σκοπός, τόσων σκληρών προσπαθειών ο στόχος– δεν τόλμησα ποτέ μου να χτυπήσω μιας κάποιας θύρας άγνωστης το ρόπτρο, μ’ όλο που ξέρω πως με περιμένουν –σε μια ασαφή καμπή τού μέλλοντός μου– μυστηριώδεις αγγελιοφόροι, κάτι σπουδαίο πολύ να μου αναγγείλουν. Κι έτσι βαδίζω σιωπηλός και μόνος, άτολμος αναζητητής, ψάχνοντας μέρα–νύχτα το απροσδόκητο, περιφερόμενος –ασκόπως λένε– στα στενορύμια των συνοικιών ή στις πλατιές ασφάλτους των λεωφόρων. Μέχρι που κάποτε, αποκαρδιωμένος, απαυδημένος από τόση πίκρα, χωρίς κουράγιο πια, χωρίς ελπίδα, να προκαλέσω θέλησα τη μοίρα δίνοντας ένα τέλος στο παιχνίδι. Κι ενός τυχαίου σπιτιού την πόρτα χτύπησα. Ποιον όμως να ζητήσω; αναρωτιόμουν. Μα το κορίτσι που άνοιξε, ποιος είμαι ή τι γυρεύω δεν με ρώτησε. Με βλέμμα συμπονετικό με κοίταξε κι ως νάξερε το δράμα τής ζωής μου, μ’ ένα σεμνό κι ευγενικό χαμόγελο, προτού προλάβω να μιλήσω, μου ‘πε:
— Δεν είναι εδώ.
Σας περιμένουν όμως.