Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να καταλάβω ότι οι άνθρωποι όταν λένε «σ’ αγαπώ», αγαπάνε τον εαυτό τους και όχι αυτόν στον οποίον απευθύνουν την κουβέντα. Είναι μια ιδιότυπη μορφή Αττικής σύνταξης – εκτός Τριανταφυλλίδη. Ο Λάο Τσε, ένας από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους της Κίνας, σύγχρονος του Κομφούκιου, υποστήριζε πριν 2.500 χρόνια πως το σκληρό και το δυνατό θα κατατροπωθούν για να θριαμβεύσει το τρυφερό και το αδύναμο. Περιμένω ακόμα.
Σταύρος Σταυρόπουλος, Τι γίνονται οι λέξεις όταν μεγαλώνουν, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 2008
Αναμφίβολα, υπάρχουν άνθρωποι που, όταν λένε ” σ’ αγαπώ”, αγαπάνε τον εαυτό τους και όχι αυτόν στον οποίο απευθύνονται. Όμως, δεν θα μπορούσα ποτέ να πιστέψω πως δεν υπάρχει βαθύ κι αληθινό “σ’ αγαπώ” από κάποιον σε κάποιον άλλο… Υπάρχει αυτό το “σ’ αγαπώ” , γι’ αυτό και υπάρχουν το φως, η χαρά, η ελπίδα, η έμπνευση και η δημουργία!
Θα προσέθετα πως αυτός που απευθύνει σε κάποιον ένα βαθύ κι αληθινό “σ’αγαπώ” δεν γίνεται ευτυχισμένος, μόνον επειδή -κάποιες φορές- γίνεται και ο ίδιος αποδέκτης κάποιου αντίστοιχου “σ’αγαπώ”. Γίνεται ακόμη πιο ευτυχισμένος, επειδή αυτή η “προσφορά” επιστρέφει στον ίδιο τον εαυτό του, τον κάνει πιο “μεγάλο” και σίγουρα πιο πλούσιο…
Όσο για τον θρίαμβο του τρυφερού και του αδύναμου, ομολογώ πως κι εγώ τον περιμένω… Μάταια, άραγε; Δεν ξέρω. Εκείνο που ξέρω είναι πως στην ψυχή και στο μυαλό μου προσπαθώ να “χτίσω” έναν παράδεισο, όπου βασιλεύει αυτό το τρυφερό και το αδύναμο… Και προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου πως, σ΄ αυτόν τον παράδεισο, το τρυφερό και το αδύναμο έχουν τη μαγική δύναμη να κατατροπώσουν, μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου, το σκληρό και το δυνατό…
Με εκτίμηση,
Γιόλα Αργυροπούλου – Παπαδοπούλου.
Αγαπητή Γιόλα,
Νομίζω ότι ο Σταύρος αναφέρεται σε αυτό που ο Νίκος Σιδέρης περιγράφει ως «καταναλωτικός ναρκισσισμός». Όπως καταναλώνουμε προϊόντα, έτσι καταναλώνουμε και ανθρώπους, χωρίς να προχωράμε πέρα από την επιφάνεια. Με αυτή τη λογική, είναι πολύ εύκολο να λέει κανείς «σ’ αγαπώ», όταν η ψυχική του λειτουργία είναι τέτοια, έτσι ώστε να μπορεί να πει ξανά «σ’ αγαπώ» μετά από λίγες μέρες ή βδομάδες σε κάποιον άλλο ή να «προχωρήσει» με βήμα ταχύ χωρίς να βιώσει κάποιο σημαντικό συναισθηματικό τίμημα γι’ αυτήν του την «αυθάδεια». Με άλλα λόγια, δεν «αγάπησε» ποτέ τον άλλο, αλλά την προβολή στον άλλο της εκπλήρωσης των δικών του αναγκών (ή το μόνο που «αγάπησε» είναι η έξαψη που επιφέρει η προσμονή των συναισθημάτων στα οποία έχει εθιστεί). Φυσικά, αυτού του είδους οι προβολές είναι εύκολα μεταβιβάσιμες, μεταθέσιμες και «μετακινήσιμες» με πίστη και αφοσίωση στο ρητό (και τη «φιλοσοφία») που κρύβεται πίσω από κάθε ναρκισσιστική έλξη: «ουδείς αναντικατάστατος».
Όντως βαθυστόχαστος και ενδιαφέρων ο σχολιασμός! Και – σίγουρα – προκλητικός για μακρά συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων…
Φιλικά, Γιόλα Αργυροπούλου – Παπαδοπούλου.