Κάποτε
το αχνό φως απ’ τα φτερά ενός κύκνου φέγγει στο σκοτάδι
δείχνει το δρόμο των τρυφερών ανθρώπων
τους βλέπω να περνούν
από μια πύλη στενή
με βήμα πιο ελαφρύ απ’ το δικό μας
με ρούχα γεμάτα ημερωμένους ανέμους
κι αιώνες μυθικούς
κρατούν στα χέρια τους
την άκρη των πραγμάτων
κι ένα αηδόνι κατοικεί
μες στους σκοπούς τους
στα πόδια τους άγρια σαρκοβόρα
παίζουνε με νήπια.
Οι τρυφεροί άνθρωποι
περνούν ανάμεσά μας
δεν τους ξεχωρίζεις
κρατούν εφημερίδες, συναλλάσσονται
μιλούν μαζί μας για πράγματα ασήμαντα
μα όταν καμιά φορά πληγώνονται
σωπαίνουν
κι ύστερα ξαφνικά μεταμορφώνονται
σε τριαντάφυλλα στην πόρτα μας.
Έξοχο ποίημα και έξοχο ιστολόγιο. Καλώς σε βρήκα!
Ευχαριστώ, να ‘σαι καλά! (Τώρα θα σου έλεγα να ακούσεις και τις σουίτες για τσέλο του Μπαχ).