Όλα κρέμονταν από μια σταγόνα
της βροχής
κάποιοι είχαν στρώσει το τραπέζι
με σερβίτσια πορσελάνης
εσύ καθόσουν απέναντι μου κι έφεγγες
ένα πλοίο κουρσάρικο
περνούσε από το βάθος των ματιών σου
γύρω απόλυτη σιωπή
βράχια πνιγμένα στα δάκρυα
κι ορτύκια που πετούσαν λαβωμένα
μες στις σκέψεις μας
και ξαφνικά η σταγόνα κύλησε στο πάτωμα
ράγισε ο χρόνος
τα σερβίτσια έγιναν θρύψαλα
σβήσαν οι ευάλωτες μορφές μες στην αχλή.
Τότε κατάλαβα που σε είχα συναντήσει,
σ’ ένα ρεσάλτο
είχαμε πέσει στα κύματα κολυμπούσες
εσύ κι εγώ σφιγγόμουν
γύρω από τους ώμους σου κι αιμορραγούσα
πλησιάζαμε στον Κάβο Γκρόσο
αλλά μας έπαιρνε το ρεύμα προς το πέλαγος
ανάμεσα από συντριμμένα ξύλα
κι ορίζοντες που έγερναν.
Σου είχα πει πως σ’ αγαπούσα…
τότε το θυμάσαι;
λίγο πριν χαθούμε κάτω απ’ τα νερά.