Τρεις χιλιάδες μαύροι κύκνοι
σε πήραν μακριά μου
πετούσανε αργά προς τον ορίζοντα
έσερναν ένα δίχτυ χρυσαφένιο
όπου κοιμόσουν γαλήνιος και ανύποπτος
στα χέρια σου κρατούσες μια σφεντόνα
κι ένα κομμάτι ατσάλι απ’ την ψυχή σου.
Γύρω-τριγύρω
φυσούσανε οι γρανιτένιοι χιτώνες των βουνών
απ’ τις πτυχές τους έβγαιναν τοξότες
και σημαδεύανε τον ήλιο
ώσπου τον κατεβάσανε στη θάλασσα.
Τρεις χιλιάδες μαύροι κύκνοι
σε πήραν μακριά μου
σε πήγαν σ’ ένα κάστρο ερειπωμένο
στην άκρη της μνήμης
εκεί φυτρώνει μια χρυσή μηλιά
κάθε πρωί θα κόβεις ένα μήλο
κάθε βράδυ ένας κύκνος θα πεθαίνει
κι έτσι δεν θα μπορέσεις να γυρίσεις.
Διάβασα και ξαναδιάβασα τον “Χωρισμό” της Κατερίνας. Μου άρεσε πάρα πολύ. Κάθε φορά που το διαβάζω, μου αρέσει όλο και περισσότερο. Υπεροχή η γραφή, το βαθύτερο νόημα του κάθε στίχου! Εκπληκτικό “το ερειπωμένο κάστρο / στην άκρη της μνήμης”, όπως και η “χρυσή μηλιά”… Μια σκέψη, όμως, μού έχει σφηνωθεί στο μυαλό, πως -κάποτε- το ερειπωμένο κάστρο μπορεί να ανοικοδομηθεί. Και δυο επίμονα ερωτηματικά: μήπως οι μαύροι κύκνοι ξαναγεννηθούν; και μήπως το “τελεσίδικο” της μη επιστροφής γίνει -κάποτε- ενδεχόμενο;
Δεν ξέρω το γιατί, αλλά αυτός ο “χωρισμός” με παραπέμπει σε “ένωση”…
Με φιλικά αισθήματα, Γιόλα.
Tι ωραίο σχόλιο στ΄ αλήθεια!
Parting is such sweet sorrow,
That I shall say good night till it be morrow.