Ερχόταν μες στη νύχτα ο θρήνος απ’ τ’ άδεια ποτήρια των αλκοολικών, αισχρές επιθυμίες με λιάνιζαν στο πλυσταριό, μα έφτανε ο ίσκιος μιας αράχνης για ν’ ανοίξει στον τοίχο ουράνιες μελωδίες, έστεκα όρθιος στα σκαλοπάτια, έτρεχα να τους παραγγείλω καφέ, γι’ αυτό κι εκείνοι δεν κοίταζαν τον ουρανό, να μη με δουν να κάθομαι στα δεξιά Του, μόνο η γριά έβαζε λιβάνι στο θυμιατό και σκαρφαλωμένη στον καπνό κοιμόταν μαζί μου.
Ήταν αστροφεγγιά και τα παιδιά περίμεναν να μιλήσουνε τα ζώα, εγώ στη μέση των χωραφιών, τόσο λυπημένος που θα μπορούσε να περάσει από μέσα μου ένα κοπάδι πουλιά, τρώγοντας όλη την καρβουνόσκονη στους έρημους σταθμούς με τους ξεχασμένους, βγήκα στην αγορά και δεν είχα τίποτα να πουλήσω, και πούλησα τις εξομολογήσεις μου στο έλεος των αυριανών ήμερων.
Όταν πια κάθισα να ξεκουραστώ ήταν αργά για όλα, ο άνεμος έφερνε τις καμπάνες, η μέρα ξαναγύριζε — κι όμως έμενα μ’ είχαν διώξει, εγώ που για μια νύχτα έγινα γυναίκα κι έβγαλα μαστούς, για να θηλάσω μέσα στα χωράφια έναν παλιοζητιάνο που ψυχορραγούσε και ζητούσε τη μητέρα του.
Εκείνη τη νύχτα άδειασα τόσο, που όταν μου πέταξαν το μαχαίρι δε βρήκε που να καρφωθεί.