Στο υπόγειο ονειρευόταν το ραχητικό παιδί, εγώ πίστευα στους πλανόδιους οργανοπαίχτες, που η δυστυχία τους είναι πιο ουράνια κι απ’ τους ουρανούς, πλαγιάζοντας με γυναίκες κωφάλαλες, για να μη χάσω ούτ’ έναν ήχο απ’ τους στεναγμούς που άκουγα γύρω μου.
Σε τι χρησίμεψαν, λοιπόν, οι αμαρτίες μου; Έβρεχε και κανείς δε μ’ άκουγε, μονάχα ο κούφιος αντίλαλος απ’ τους σταύλους, εκεί που είδα το γέρο, καθόταν στο βρεγμένο στρώμα κι έκλαιγε, ζητώντας να του δωσουν την κούκλα του — τότε κατάλαβα πως δεν είμαι μόνος, και πως όταν θα ‘ρθει η μέρα της Κρίσεως, εγώ θα έχω όλο το χρυσάφι να πληρώσω.
Το τέλος ήταν απροσδόκητο, με τον καπνό να μου γνέφει πάνω απ’ το σταθμό, με τους τρελούς που ψάχνανε για ένα μικρό κομμάτι κιμωλία κι εκείνους τους χλωμούς άντρες με τα τύμπανα που φτάνουν όταν δεν υπάρχει έλεος πια.
Κι ύστερα, όταν βράδιασε, άδειασα τα παπούτσια μου απ’ όλους τους δρόμους κι έπεσα να κοιμηθώ, ενώ τα υγρά σιωπηλά χωράφια ταξίδευαν με τους τυφλοπόντικες.
Τάσος Λειβαδίτης, από τη συλλογή Νυχτερινός επισκέπτης (1972), ενότητα, Διασπορά, Τόμος 2 της τρίτομης έκδοσης του Κέδρου, σελίδα 14