«γύρισε σπίτι, είναι αργά», «ποιο σπίτι;» είπα κι αγκάλιασα το φανάρι του δρόμου,
η μικρή ξαδέλφη όπου να ‘ναι θα πέθαινε, την έσπρωξα πίσω απ’ την ντουλάπα, «σ’ αγαπάω» έλεγε, μα εγώ την έγδυνα κιόλας σαν πόρνη — κι όταν τη θάψαμε, εγώ έμεινα για πάντα εκεί, πίσω απ’ την ντουλάπα, μισοφαγωμένος απ’ τα ποντίκια,
κι ήταν η έκτη μέρα της δημιουργίας,
οι τροχαλίες γρύλιζαν καθώς ανέβαζαν το πρώτο ρολόι στη στέγη του σταθμού,
κάθισα στην άκρη του δρόμου, τόσο θλιμμένος, που οι τυφλοί μ’ έβλεπαν.
Τάσος Λειβαδίτης, Η έκτη ημέρα, από τη συλλογή Νυχτερινός επισκέπτης (1972), ενότητα, Διασπορά, Τόμος 2 της τρίτομης έκδοσης του Κέδρου, σελίδα 20