Πώς παγιδεύτηκα σ’ αυτό το σκοτεινό νεφέλωμα
σ’ αυτά τα δίχτυα που κλωσούν
καινούρια άστρα κι αναλώνονται
στης άναρχης δημιουργίας τις φλόγες;
Εδώ θ’ αφανιστώ και θ’ αφομοιωθώ
χωρίς τουλάχιστο το λαμπρό θάνατο
που ’χουν τα ουράνια σώματα.
Ο πόνος μ’ έφερε, ο πόνος θα μου δώσει τέλος;
Αόρατες δυνάμεις μ’ οδηγούνε όπου δεν θέλω
και με πάνε αντίθετα, πάντα αντίθετα,
η αγάπη μού δίνεται άκαιρη όταν δεν τη ζητώ,
μια καταπίεση ακόμα
κι όλο μακραίνω στην παγίδα ωστόσο μέσα.
Βικτωρία Θεοδώρου, Πώς παγιδεύτηκα, Από τη συλλογή Ουρανία, Κέδρος, 1978, σελίδα 45