Στον Επιτάφιο της Μεγάλης Παρασκευής
σε λησμόνησα μοναξιά μου·
στις δάφνες της Ανάστασης τις ξέρες
θρυψαλιαζόσουν και σε θυμήθηκα.
Έκοψα στα δύο την αυλαία του Πάσχα
την εικόνα σου την πέταξα στη λάσπη
εκεί δίπλα στη χαίνουσα πληγή του λατομείου
που εργάτες σπάζουνε πέτρες
για τους καινούριους Μπαμπ Ιλλί
κι ανταμώθηκε με κολλήγους
την ώρα τη δίκαιη του μεσημεριού
π’ ανοίγουνε το τυρόψωμο,
με ιδέες για να ξεχάσω ιδέες
με γυναίκες ανταμώθηκα
για να ξεχάσω γυναίκες.
Μοναξιά μου απόψε μόνη εσύ στο δρόμο βγήκες.
Στις εσχατιές του κόσμου εμένα ζητάς.
Οδηγείς τους ιχνηλάτες σου
στην καλύβα του ξυλοκόπου
μέσα στο δάσος που ουρλιάζουν τα τσακάλια
κι εγώ ξενυχτώ το φθινόπωρο
τη Δευτέρα που κρύβει την Τρίτη
το Σεπτέμβρη τον Οκτώβρη
τα Χριστούγεννα που δεν είναι δικά μου.