Νοτιάς (Μυθιστόρημα, Ζ’, Γιώργος Σεφέρης)

Το πέλαγο σμίγει κατά τη δύση μια βουνοσειρά.
Ζερβά μας ο νοτιάς φυσάει και μας τρελαίνει,
αυτός ο αγέρας που γυμνώνει τα κόκαλα απ’ τη σάρκα.
Το σπίτι μας μέσα στα πεύκα και στις χαρουπιές.
Μεγάλα παράθυρα. Μεγάλα τραπέζια
για να γράφουμε τα γράμματα που σου γράφουμε
τόσους μήνες και τα ρίχνουμε
μέσα στον αποχωρισμό για να γεμίσει.

Άστρο της αυγής, όταν χαμήλωνες τα μάτια
οι ώρες μας ήταν πιο γλυκιές από το λάδι
πάνω στην πληγή, πιο πρόσχαρες από το κρύο νερό
στον ουρανίσκο, πιο γαλήνιες από τα φτερά του κύκνου.
Κρατούσες τη ζωή μας στην παλάμη σου.
Ύστερα από το πικρό ψωμί της ξενιτιάς
τη νύχτα αν μείνουμε μπροστά στον άσπρο τοίχο
η φωνή σου μας πλησιάζει σαν έλπιση φωτιάς
και πάλι αυτός ο αγέρας ακονίζει
πάνω στα νεύρα μας ένα ξυράφι.

Σου γράφουμε ο καθένας τα ίδια πράματα
και σωπαίνει ο καθένας μπρος στον άλλον
κοιτάζοντας, ο καθένας, τον ίδιο κόσμο χωριστά
το φως και το σκοτάδι στη βουνοσειρά
κι εσένα.
Ποιος θα σηκώσει τη θλίψη τούτη απ’ την καρδιά μας;
Χτες βράδυ μια νεροποντή και σήμερα
βαραίνει πάλι ο σκεπασμένος ουρανός. Οι στοχασμοί μας
σαν τις πευκοβελόνες της χτεσινής νεροποντής
στην πόρτα του σπιτιού μας μαζεμένοι κι άχρηστοι
θέλουν να χτίσουν έναν πύργο που γκρεμίζει.

Μέσα σε τούτα τα χωριά τ’ αποδεκατισμένα
πάνω σ’ αυτό τον κάβο, ξέσκεπο στο νοτιά
με τη βουνοσειρά μπροστά μας που σε κρύβει,
ποιος θα μας λογαριάσει την απόφαση της λησμονιάς;
Ποιος θα δεχτεί την προσφορά μας, στο τέλος αυτό του φθινοπώρου.

Σχόλια