Θα ξαναβρεθούμε κάποτε.
Θα φοράς το πρόσωπό σου
και την γκρίζα καμπαρντίνα,
θα φυσάει ανάλαφρα
όπως σ’ εκείνη μας τη βόλτα
(θα περπατάς στο κάτω πεζοδρόμιο
κι εγώ πάντα στο πάνω
για να μπορώ λιγάκι να σε φτάνω).
ασφόδελοι θα πετούν ανάμεσά μας
τα αρχαία ερείπια
θα γεμίσουν γύρη
μια πάχνη θα σκεπάσει το φιλί μας.
Τα χείλη σου ζεστά.
Ύστερα εσύ δεν – θα τελειώσει αυτό
Κι εγώ δεν – θα φύγει αυτό
δεν θα σου στείλω μήνυμα
ότι δεν θέλω να σε χάσω
(ο αέρας πάντα παρασέρνει τα μηνύματα
γι’ αυτό άδεια φύλλα σέρνονται στους δρόμους)
στην Ανταρκτική λιώνει ένας σβώλος χιόνι
κι αλλού μια ήπειρος βουλιάζει στο κενό.
Στην αρχαία αγορά ένας άντρας, μια γυναίκα
περπατούν χαρούμενοι
ανυποψίαστοι για ό,τι θα συμβεί.
Χλόη Κουτσουμπέλη, Αισιοδοξία (από τη συλλογή «Η αλεπού και ο κόκκινος χορός»)