«Θέλω» της είπε «να φτιάξω μία κιβωτό.
Θα κλείσω μέσα σε ζευγάρια όλα τα είδη της αγάπης μου.
Τα παχύδερμα απογεύματα
που περπατούν αργόσυρτα
τινάζοντας τις προβοσκίδες στον αέρα
τις αγριόχηνες των φιλιών σου
τις λαίμαργες ύαινες του πόθου
τους σκορπιούς της απουσίας σου».
Αυτή χαμογελούσε τρυφερά, όπως νανουρίζουμε τον πόνο.
«Αχ εσείς οι ποιητές», αναστέναξε βαθιά,
με τα μαυσωλεία ποιήματα κοροϊδεύετε τον χρόνο».
Έβγαλε το μαύρο της φουστάνι,
κι όλο το τώρα κύλησε μεταξωτό στο πάτωμα.
Κι ύστερα τον οδήγησε στην πιο αρχαία κιβωτό,
στο ολόγυμνό της σώμα.
(Δημοσιευμένο στο περιοδικό Παρέμβαση)
Ποσο υπεροχο μπορει να ειναι;Συγχαρητηρια για την ιστοσελιδα σας,ειναι αξιοθαυμαστη 🙂