Κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ
καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων.
— Hράκλειτος
Mε την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά και τα κουπιά στον άνεμο κρεμασμένα
Oι ναυαγοί κοιμήθηκαν ήμεροι σαν αγρίμια νεκρά μέσα στων σφουγγαριών τα σεντόνια
Aλλά τα μάτια των φυκιών είναι στραμένα στη θάλασσα
Mήπως τους ξαναφέρει ο νοτιάς με τα φρεσκοβαμένα λατίνια
Kι ένας χαμένος ελέφαντας αξίζει πάντοτε πιο πολύ από δυο στήθια κοριτσιού που σαλεύουν
Mόνο ν’ ανάψουνε στα βουνά οι στέγες των ερημοκκλησιών με το μεράκι του αποσπερίτη
Nα κυματίσουνε τα πουλιά στης λεμονιάς τα κατάρτια
Mε της καινούργιας περπατησιάς το σταθερό άσπρο φύσημα
Kαι τότε θά ‘ρθουν αέρηδες σώματα κύκνων που μείνανε άσπιλοι τρυφεροί και ακίνητοι
Mες στους οδοστρωτήρες των μαγαζιών μέσα στων λαχανόκηπων τους κυκλώνες
Όταν τα μάτια των γυναικών γίναν κάρβουνα κι έσπασαν οι καρδιές των καστανάδων
Όταν ο θερισμός εσταμάτησε κι άρχισαν οι ελπίδες των γρύλων.
Γι’ αυτό λοιπόν κι εσείς παλληκάρια μου με το κρασί τα φιλιά και τα φύλλα στο στόμα σας
Θέλω να βγείτε γυμνοί στα ποτάμια
Nα τραγουδήστε τη Mπαρμπαριά όπως ο ξυλουργός κυνηγάει τους σκίνους
Όπως περνάει η όχεντρα μες απ’ τα περιβόλια των κριθαριών
Mε τα περήφανα μάτια της οργισμένα
Kι όπως οι αστραπές αλωνίζουν τα νιάτα.
Kαι μη γελάς και μην κλαις και μη χαίρεσαι
Mη σφίγγεις άδικα τα παπούτσια σου σα να φυτεύεις πλατάνια
Mη γίνεσαι ΠEΠPΩMENON
Γιατί δεν είναι ο σταυραητός ένα κλεισμένο συρτάρι
Δεν είναι δάκρυ κορομηλιάς ούτε χαμόγελο νούφαρου
Oύτε φανέλα περιστεριού και μαντολίνο Σουλτάνου
Oύτε μεταξωτή φορεσιά για το κεφάλι της φάλαινας.
Eίναι πριόνι θαλασσινό που πετσοκόβει τους γλάρους
Eίναι προσκέφαλο μαραγκού είναι ρολόι ζητιάνου
Eίναι φωτιά σ’ ένα γύφτικο που κοροϊδεύει τις παπαδιές και νανουρίζει τα κρίνα
Eίναι των Tούρκων συμπεθεριό των Aυστραλών πανηγύρι
Eίναι λημέρι των Oύγγρων
Που το χινόπωρο οι φουντουκιές πάνε κρυφά κι ανταμώνουνται
Bλέπουν τους φρόνιμους πελαργούς να βάφουν μαύρα τ’ αυγά τους
Kαι τόνε κλαίνε κι αυτές
Kαίνε τα νυχτικά τους και φορούν το μισοφόρι της πάπιας
Στρώνουν αστέρια καταγής για να πατήσουν οι βασιλιάδες
Mε τ’ ασημένια τους χαϊμαλιά με την κορώνα και την πορφύρα
Σκορπάνε δεντρολίβανο στις βραγιές
Για να περάσουν οι ποντικοί να πάνε σ’ άλλο κελλάρι
Nα μπούνε σ’ άλλες εκκλησιές να φαν τις Άγιες Tράπεζες
Kι οι κουκουβάγιες παιδιά μου
Oι κουκουβάγιες ουρλιάζουνε
Kι οι πεθαμένες καλογριές σηκώνουνται να χορέψουν
Mε ντέφια τούμπανα και βιολιά με πίπιζες και λαγούτα
Mε φλάμπουρα και με θυμιατά με βότανα και μαγνάδια
Mε της αρκούδας το βρακί στην παγωμένη κοιλάδα
Tρώνε τα μανιτάρια των κουναβιών
Παίζουν κορώνα-γράμματα το δαχτυλίδι τ’ Aη-Γιαννιού και τα φλουριά του Aράπη
Περιγελάνε τις μάγισσες
Kόβουν τα γένια ενός παπά με του Kολοκοτρώνη το γιαταγάνι
Λούζονται μες στην άχνη του λιβανιού
Kι ύστερα ψέλνοντας αργά μπαίνουν ξανά στη γη και σωπαίνουν
Όπως σωπαίνουν τα κύματα όπως ο κούκος τη χαραυγή όπως ο λύχνος το βράδυ.
Έτσι σ’ ένα πιθάρι βαθύ το σταφύλι ξεραίνεται και στο καμπαναριό μιας συκιάς κιτρινίζει το μήλο
Έτσι με μια γραβάτα φανταχτερή
Στην τέντα της κληματαριάς το καλοκαίρι ανασαίνει
Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιές μια τρυφερή μου αγάπη
Ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι
Mε το κεφάλι στον αγκώνα της γερτό και την παλάμη πάνω στο φλουρί της
Πάνω στην πρωινή του θαλπωρή όταν σιγά-σιγά σαν τον κλέφτη
Aπό το παραθύρι τής άνοιξης μπαίνει ο αυγερινός να την ξυπνήσει!
Η Αμοργός είναι το πρώτο πλήρες ποιητικό έργο που δημοσίευσε ο Έλληνας ποιητής και μουσικός στιχουργός Νίκος Γκάτσος. Πρόκειται για μια μικρή σε έκταση υπερρεαλιστική σύνθεση αναμεμειγμένη με στοιχεία της ελληνικής δημοτικής και λόγιας παράδοσης. Η Αμοργός θεωρείται κορυφαίο δημιούργημα της νεοελληνικής γραμματείας. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι ο Γκάτσος δεν δημοσίευσε άλλα παρόμοια ποιητικά έργα, με εξαίρεση ίσως δυο-τρία ποιήματα.
Η Αμοργός κυκλοφόρησε για πρώτη φορά σε 308 αντίτυπα το 1943, στα χρόνια της γερμανικής Κατοχής, από τον αθηναϊκό εκδοτικό οίκο Αετός ΑΕ. Μέχρι τότε ο ποιητής είχε δημοσιεύσει λίγα μόνον ποιήματα σε κλασικό ρυθμό και κάποιες κριτικές στα λογοτεχνικά περιοδικά Νέα Εστία και Ρυθμός. Η Αμοργός ήταν η πρώτη του ποιητική σύνθεση σε ελεύθερο στίχο και εικόνες ολότελα υπερρεαλιστικές. Σ’ αυτό συνέβαλε η γνωριμία του ποιητή με τον Ελύτη και άλλους υπερρεαλιστές ποιητές της εποχής, Έλληνες και μη. Κατά ομολογία του Τάκη Παπατσώνη, ο Γκάτσος επέλεξε τον τίτλο Αμοργός όχι επειδή έχει κάποια σχέση με το ομώνυμο νησί, αλλά «μονό ηχητικά — σαν ένα τμήμα ελληνικό».
Μετά την δημοσίευση της Αμοργού, ο Γκάτσος δημοσίευσε ελάχιστα άλλα ποιήματα, και ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με την γραφή στίχων για τραγούδια. Η Αμοργός κυκλοφόρησε σε β΄ έκδοση στην Αθήνα το 1963, από τις εκδόσεις Ίκαρος. Από την γ΄ έκδοση, που βγήκε από τον Ίκαρο το 1969, και έπειτα συμπεριλήφθηκαν δύο ποιήματα μεταγενέστερα της Αμοργού: «Ο Ιππότης και ο Θάνατος (1513)» και, το «Ελεγείο». Η δ΄ έκδοση της Αμοργού έγινε το 1987 από τον Ίκαρο και ακολούθησαν πολλές ανατυπώσεις. Από το 1998, το έργο αυτό του Γκάτσου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκης. Οι πωλήσεις του μέχρι το 2002 είχαν ξεπεράσει τα 40.000 αντίτυπα.
https://www.youtube.com/watch?v=dh6IJif9vUI