Μαύρη εκδίκηση… (κορνάρισμα στο γάμο του Καραγκιόζη).
Πενθήμονας αναπνέω πάλι καπνίζοντας.
Θα ‘λεγα όμως το σκοτάδι μεγάλο προνόμιο -: τη νύχτα
είν’ όλα ανοιχτά τα ερωτήματα.
Στην αλήθεια δεν υπάρχει ωράριο, δεν κατεβάζει
τα ρολά της,
δεν κλείνει τις Κυριακές ή τα Χριστούγεννα.
Χτες το θυμήθηκα πως οι λέξεις τα μαύρα μας αγγελούδια
(οι αμέτοχες στον έρωτα ιερόδουλες) λικνίζονται
σαν ασέβειες πάντοτε.
Γοερότητα μέσα μου της ανέπαφης σιγής και το στόμα μου
αγαλλόμενο βάραθρο που συντρίβομαι
πάνω σε στίχους αρμαθιές (τα νεφρά μου στο απόλυτο).
Θα ‘θελα δίχως φωνήεντα τους βραδιάτικους καημούς
να ρημάξω
τα χιλιόχρονα βάσανα. Ω βραχύβια
μύρα του έαρος εσείς των λέξεων όλων ακατάδεχτα …
Τι είν’ η τόση λογική; δεν είναι μια πετυχημένη
παραφροσύνη;
Στο κάθε πυροτέχνημα η νύχτα, νύχτα ξαναμένει
χαρίζοντας στα χέρια μου σπαραχτικό τσεκούρι της αγάπης
τα όνειρα: ξερόκλαδα στην ερημιά κ’ η θάλασσα
το άσυλο του τίποτα, σκυλί με μπλάβο αίσθημα
κουρελιασμένο.
Έχω καρδούλα νηστικιά βλογιοκομμένη ελπίδα
(πότε το ‘λεγα;)
σήμερα δεν το βρίσκω στην αθώα της μνήμης μου
βαρβαρότητα.
Μα όμως να την η γυναίκα η κατάφυτη
η λαμπισμένη από σπίθες στα παράκρημνα του έρωτα
οπού της άρεσε να βουλιάζει παντέρημη κι αμάχητη
σε κυματώδη νυχτικά σαν αερόστατα ουρλιάζοντας
«κάνε με δίχως γυρισμό στην κόλαση να φτερουγίσω».
Τ’ ακούω (κλαίει λυπηρά) το χαροπούλι
μα έχει στο θεό σας εντολοδόχους ο θάνατος;
Εμένα είναι το μυαλό μου γιαπωνέζικο.