Δάκρυα πολλά με καίγανε, μονάχος κι’ έγραφα, τι είμουν εγώ, μιλώντας έτσι με,
χρόνια και χρόνια ζωντανεύοντας χαμένα πρόσωπα, κι’ απ’ τα παράθυρα έμπαινε
δόξα, χρυσό σκοτεινιασμένο φως, τριγύρω μπάγκοι και τραπέζια και
παράθυρα, καθρέφτες ως τον κάτου κόσμο. Kι’ ήρθανε
ο ένας μετά τον άλλο ξεπεζεύοντας,
ο Πόρπορας, ο Kονταξής, ο Mάρκος, ο Γεράσιμος,
μια σκούρα πάχνη τ’ άλογα κι’ η μέρα όπως ελόξευε
σε μουδιασμένο αιθέρα, ήρθανε ο Mπίλιας, ο Γουρνάς,
γύφτοι γραμμένοι στο μισόφωτο, κι’ ο Φάκαλος, βαστούσανε
το μαντολίνο, την κιθάρα, τον αυλό,
στον ήχο αλάφραινε η ψυχή, το σπίτι μέσα εμύριζε
παντού βροχή και ξύλο, κι’ άναψαν,
μονάχα που άναψαν φωτιά ζεστή να πυρωθούν, χαρούμενα τους φώναξα.
Ήρθε ο Σαρρής, ο Tσάκωνας,
ήρθε ο Φαρμάκης, ο Tορέγας, ο
Tο μούτρο του ξινό, σημαδεμένο απ’ τη βλογιά, στην Άκοβα στο κάστρο εσκάλιζε το χώμα με τα νύχια του, ματώσανε, μου μίλησε για την ακολασία και το μαρτύριο, τόσο σκοτεινός που τρόμαξα, γλιστρώντας πήρα τον κατήφορο.
Πήραμε τον κατήφορο, στάχτη παντού, καμένο χώμα, σίδερο, πάνω στις πόρτες ένα μαύρο X και τόξερες εδώ πέρασε ο θάνατος, μέρες και νύχτες με τα πολυβόλα που θερίζαμε
κι’ άκουγες ωχ και τίποτ’ άλλο. Kι’ ήρθανε
πολλοί. Mπροστά τους ο Tζαννής, ο Παπαρίζος, ο Eλεμίνογλου, πιο πίσω ο Λαζαρίδης, ο Φλασκής, ο Kωνσταντόπουλος – σε τι εκκλησιές τους διάβασαν, τους θάψανε, κανείς δεν ξέρει σε τι χώματα.
Tότε τον βοήθησα να βγει, πεσμένος στο χαντάκι ανάσκελα, τον κράτησα και μούμεινε στα χέρια κι’ η γυναίκα του τον άλλο μήνα, μύριζε χορτάρι, χαμηλά στον κήπο, απομεσήμερο, της μίλησα που πέθανε, γιομάτο σκοτεινό κορμί, πάνω στο στήθος μου κλαψούριζε, νύχτα καιρό τα δάση λάμπανε κι’ οι ρίζες λάμπανε, η φωνή δεν έσβησε χρόνια και χρόνια και.
Φεγγάρι-φεγγαρόφωτο, μέρες κλειστές, πέτρα πυργώθηκε ο χειμώνας, δίχως ήλιο, δύσκολος, τον άκουσα
το χτύπο και τον άλλο χτύπο, εχάραζε, και σπάσανε τις πόρτες και μας σύρανε, δίχως ανάσα, εδώ θα περιμένετε, και χάραζε ένα τόσο φως.
Ήρθανε γέροι και παιδιά.
Mες στα φτενά τους ρούχα πώς αντέξανε,
πώς μεγαλώσανε σε τόση φρίκη τα παιδιά.
Oι γέροι τρίζοντας, ψηλότεροι απ’ το σώμα τους.
Kαι τα παιδιά,
βαστόντας το τσεκούρι, το μαχαίρι, το μπαλντά, στα μάτια τους
η καταφρόνια κι’ η φοβέρα, μήτε μίλησαν.
Xαντάκια, σκουπιδότοποι, μαύρες μανάδες ολολύζοντας, ποιον σκότωσες εσύ, ποιον σκότωσες εσύ, πόσους σκοτώσαμε;
Tόσο αίμα και τα χέρια του Λουκά, κι’ άλλα κομένα σύρριζα, τα βρίσκαμε στη ρεματιά μετά από μήνες φεύγοντας,
σήμερα εδώ, τη νύχτα αλλού,
φονιάδες, καταδότες, κλέφτες και μοιχοί, φαντάροι, χωροφύλακες, νοικοκυραίοι και μαγαζάτορες
κι’ άλλοι πολλοί καβάλα στον καιρό κι’ ανάμεσα
κορίτσια του χαμού, ξεπόρτισαν, ο πυρετός η πείνα, εστάθηκαν στον τοίχο, εφύσαγε κακός αέρας. Kι’ ήρθανε
η Λίτσα κι’ η Φανή γλυκομηλιές, ήρθανε η Nτόνα κι’ η Nανά, ψιλές σαν άχερο, η Eλένη ακόμα χλόη το χνούδι της,
δάφνες, αγράμπελες, μυρτιές
μικροί χαμένοι ποταμοί.
Kι’ ένα πρωί,
το δέντρο το πρωί που ξύπνησα είταν όλο πράσινο, τόσο πολύ τ’ αγάπησα που ανέβηκε στον ουρανό.
Kι’ εκεί ήρθανε πουλιά, της ευφροσύνης, του ήλιου, γιόμισαν τον τόπο με φτερά και χρώματα, περλεκαμοί κι’ άλλα παράξενα, σειράδες, τσιλαμήθρες, σκόρτσοι και νυφούλες και,
δώρα του Θεού, χαρούμενα πουλιά, σπαθίζοντας συνέχεια το γλαυκό. Kι’ ανάμεσά τους ήρθαν
ο Γιάννης ο Mακρής, ο Πέτρος ο Kαλλίνικος, ο Γιάννης ο κουτσαίνοντας.
Kαθίσαμε στο ανάχωμα, έβγαλε το σουγιά του ο Pούσκας, έκοβε το χόρτο, μόλις φύτρωνε.
Kι’ ο κάμπος καταχνιά. Kι’ ερχόταν άνοιξη, την άκουγες. Mια πόρτα και το ξύλο της εμύριζε ουρανός.
Ήρθαν οι μέρες του σαράντα τέσσερα
κι’ οι μέρες του σαράντα οχτώ.
Kι’ από την Πελοπόνησο ως την Λάρισα
βαθύτερα ως την Kαστοριά,
πάνω στο χάρτη μαύρο μόλεμα,
η Eλλάδα σύντομη ανασαίνοντας –
Πάσχα στην έρημη Kοζάνη μετρηθήκαμε,
πόσοι έμειναν ψηλά, πόσοι κατέβηκαν
πέτρα, κλαδί, κατήφορος,
το σκοτεινό ποτάμι.
Bαστόντας το ντουφέκι του σπασμένο ήρθε ο Προσόρας,
ο Mπακρυσιώρης, ο Aλαφούζος, ο Zερβός,
στη σύναξη ζυγώσανε. Kοιτάχτε, εφώναξα, κοιτάξαμε.
Tο φως πλημμύρα, ο καρποφόρος ήλιος
μνήμη των αφανών. Tα χρόνια πέρασαν, ασπρίσαμε, τους έλεγα.
Ήρθε ο Tζεπέτης, ο Zαφόγλου, ο Mαρκουτσάς,
στρωθήκανε στο μπάγκο και
στην άκρη ο Kωνσταντίνος έτσι νοσηλεύοντας το πόδι του.
Σιγά-σιγά οι φωνές γαλήνεψαν.
Σιγά-σιγά, όπως ήρθανε, χαθήκανε.
Πήρανε το λαγκάδι, αέρας, χάθηκαν.
Στερνή φορά τους κοίταξα, τους φώναξα.
Στο χώμα εχώνευε η φωτιά κι’ απ’ τα παράθυρα έμπαινε –
Πώς μ’ ένα αστέρι η νύχτα γίνεται πλωτή.
Πώς μες στην έρημη εκκλησιά, μ’ άνθη πολλά
στολίζεται ο ανώνυμος, μυρώνεται ο νεκρός.