Σε ξέρω καλά σιωπή του τοίχου,
σ’ έχω γνωρίσει τα κρύα απογεύματα
όταν η μέρα γύριζε
κι ο ίσκιος σου
άρχιζε να δουλεύει
μέσα στην κάμαρα και την καρδιά.
Ήθελα κάποιον κοντά μου,
κάποιον ζωντανό, που να μπορώ να μιλήσω,
καθισμένον εκεί, στο κρεβάτι μου.
Μα δεν υπήρχε κανένας στο σπίτι.
Όλοι είχαν βγει
να σεργιανήσουν στη λιακάδα.