Πρωτάκουστη φωνή ζωγραφίζοντας την ακοή μου.
Πρωτοϊδωμένη σχηματίζοντας τα μάτια μου.
Γλύπτρια που με πελεκάς στο φως και με συνεχίζεις
στα όνειρα, δροσερή κοίτη
της φωτιάς.
Μέσα σου σπαρταρά ένα πουλί πριν απ’ τη γλώσσα
και τη συμφορά της.
Μια πείνα βαθιά πριν το στόμα, η στιγμή
που με ξανακοιτάζει ακέραιο
να περνώ.
Με το νόημά σου μεταμορφωμένο ανατέλλοντας
μέσα στις λέξεις. Και οι λέξεις ανατέλλουν τότε
σαν μωρά και πνέουν με τα αίματα
και τα λουλούδια.
Πνοή που μας ξαναγεννάς.
Πνοή που μας γυρίζεις
στο πιο πράσινο
των πρωτοπλάστων.