ΟΙ ΧΑΜΕΝΟΙ ΦΙΛΟΙ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΑ ΞΑΦΝΙΚΑ. Χτυπούν την πόρτα σου – μιαν άλλη πόρτα. Δεν είναι το δικό σου σπίτι. Εσύ δεν είχες. Κι έχεις αλλάξει τόσα σπίτια, που τώρα δεν ξέρεις ούτε εσύ πού μένεις. Ξεκινάς και πάντα στέκεις ανάμεσα σε δέκα σπίτια και δεν θυμάσαι πού μένεις. Αλλά οι άλλοι, που φορούν κατάσαρκα τη νύχτα, πώς σε βρίσκουν;
Βάζεις το κλειδί σε μια πόρτα. Δεν ανοίγει. Κάνεις θόρυβο. Την ανοίγουν οι νοικοκυραίοι και σε ρωτούν τι θέλεις. Τίποτε δεν θέλεις. «Και πώς με το κλειδί;» σου λένε. «Τι είναι αυτό; Θα φωνάξουμε την αστυνομία». Πώς να εξηγήσεις; Όταν επιτέλους βρεις το σπίτι σου, θέλεις να ξαπλώσεις. Κανένας εδώ δεν θα φωνάξει την αστυνομία. Προς τι άλλωστε; Δεν τη φώναξαν γιατί σε λυπήθηκαν.
Σε είδαν έτσι παραδαρμένο, με μπογιές στο πρόσωπο, δήθεν ντυμένο Άμλετ, «κάτι διαφημίζει αυτός», έτσι άκουσες. Κι έτσι τη γλίτωσες.
Σταματημένα καράβια στη μέση του πελάγου είναι οι φίλοι σου. Σάπια καράβια, έρμαια της βροχής και των κυμάτων. Κουβαλώντας βαλίτσες με άχρηστα ρούχα από ρόλους ανθρώπων που ποτέ δεν έπαιξαν ή έπαιξαν κι έφαγαν τα μούτρα τους, με τα παιδικά τους κοντά, βελούδινα παντελονάκια –για γούρι– τυλιγμένα προσεκτικά. Αποκόμματα εφημερίδων. Χαρτιά της αστυνομίας. Αφίσες με το ερειπωμένο τους πρόσωπο επιχρωματισμένο. Ξύλινα κουτιά που κρύβουν ψεύτικα βυζαντινά στέμματα, ζώνες, παραμάνες, καρφίτσες, βελόνες, κουμπιά, κόπιτσες, κλωστές. Και πολλά τσίγκινα κουτάκια με πούδρες και μπογιές για το πρόσωπο. Περούκες, πομάδες και αρώματα. Κι ακόμη τα σκηνικά μιας μελλοντικής ευτυχίας σε ταλαιπωρημένα θεατρικά έργα.
Μια γυναίκα. Μόλις ανασαίνει η φωτογραφία της στο ρημαγμένο πορτοφόλι. Διπλωμένη σαν παλιά συνταγή για κάποιο φάρμακο. Οι φίλοι σου είναι το εισιτήριο για να μπεις σε μια πόλη. Να μπεις σ’ ένα θέατρο και σ’ ένα ιπποδρόμιο. Μοιάζουν να χάνονται σιγά σιγά, όπως αν αφήσεις τη φωτογραφία πολύ καιρό στον ήλιο. Αυτούς τους φίλους δεν θα τους ξαναβρείς. Αν έρθουν, θα κρατούν περγαμηνές και χρυσόβουλα. Θα ‘ναι ντυμένοι με ιερατικά άμφια, κεντημένα με διαμαντικά, και θα σου αναγγείλουν την απέραντη μοναξιά που σε περιμένει, όσο ζεις σ’ αυτή την άρρωστη πόλη του χαμού.
— Μάνος Ελευθερίου, Ο καιρός των χρυσανθέμων