Ανυποψίαστο, ελάχιστο απόγευμα…
Το σώμα που λάτρεψε τον ήλιο και που τώρα υποκρίνεται,
το δέντρο στην πεθαμένη θάλασσα
έσμιξε τη μνήμη
του καλοκαιριού
με τα δικά σου μάτια.
Τώρα γλιστρώ κάπου-κάπου κι ακούω το δέντρο
που μιλάει.
Συμβαίνει κάποτε να μιλούν τα δέντρα,
όταν τροποποιείς μια κατάσταση
και δεν σ’ εμποδίζει το κυριακάτικο εμβατήριο,
ή κάτι που ήταν άξιο ν’ αγαπηθεί και ισορρόπησε
τη λύπη του μέσα στην πείρα.
Το βράδυ, όμως, υπάρχουν οι ανεπαίσθητες υποψίες
και τότε θέλεις να κουβεντιάσεις, ή να πας σ’ ένα θέατρο,
ή οτιδήποτε άλλο,
αρκεί αυτό το βράδυ να γυμνωθεί από λέξεις,
όπως κάποιος που προχωρώντας για τ’ απόσπασμα
θυμήθηκε πως είχε ξεχάσει τα γυαλιά του.