Λέει αυτή, «και στη χαρά ακόμη, νιώθω
Την ανάγκη μιας άφθαρτης ευτυχίας».
Ο θάνατος είναι ο πλάστης της ομορφιάς, άρα
Απ’ αυτόν μόνο θα γίνει η εκπλήρωση των πόθων
Και των ονείρων μας. Αν και σκορπίζει τα φύλλα
Σίγουρης καταστροφής στο πέρασμά μας,
Το δρόμο που η άρρωστη οδύνη πήρε,
Τους πολλούς δρόμους όπου ο θρίαμβος έκρουσε
Τον αναιδή του ήχο, ή ο έρωτας ψιθύρισε
Λόγια τρυφερά, κάνει τη λεύκα να τρέμει
Στη λιακάδα για χάρη κοριτσιών που είχαν
Συνήθεια να κάθονται να βλέπουν το γρασίδι,
Παραδομένο εκεί στα πόδια τους. Κάνει
Τ’ αγόρια να στοιβάζουν σε πήλινα πιάτα
Φρέσκα δαμάσκηνα κι αχλάδια. Τα κορίτσια τα γεύονται
Κι ερωτευμένα αφήνονται πάνω στα χαλιά των φύλλων.