Ο ήλιος αφήνει μια γλύκα στις καρδιές των ανθρώπων
καθώς περπατάει στους δρόμους της πολιτείας,
που καρτερεί τους αιώνες του μέλλοντος.
Στη χώρα τούτη άργησε νά ’ρθει.
Η νύχτα ήταν περισσότερο μεγάλη και πικρή∙
είχε περάσει από τα κλειστά παράθυρα, τις πόρτες
και τους τοίχους, που κλείναν μέσα τους τα πάντα.
Ν’ ανέβω στο μεγάλο κλωνάρι του δέντρου
να πολεμήσω τα μολυβένια σύννεφα που στέκουν.
Μπορούν ν’ ανέβουν χιλιάδες άνθρωποι, χιλιάδες.
Να μη λάμπει το δάκρυ των παιδιών στο σκοτάδι,
να μη κρέμουνται τα δάχτυλα στους άδειους μαστούς,
να μη τονίζουν οι λυγμοί το θλιβερό τραγούδι της πείνας.
Αν δεν έλεγες να ελεούνται οι φτωχοί,
δε θα ’χαν εξισώσει τους αδελφούς σου με τα ζώα.
Δε θα ’λουζαν το κορμί τους με τον ιδρώτα και το δάκρυ τους.
Κι αν δε μας χάριζες τον παράδεισο των ουρανών.
Είναι και μαύροι είναι και κόκκινοι
αυτοί που θέλουν το δικό τους παράδεισο,
κι είναι ακόμα τα χέρια μας άδεια κι ο ίσκιος μας αγκαλιάζει το χώμα.
Τα συρματοπλέγματα, οι Καίσαρες και οι Καγιάφες,
καθρεφτίζονται στο πηγάδι του χρόνου.
Λίγη υπομονή κι ένα νεκροτομείο.