Εδώ, απέφυγες την περιπέτεια να ξαναϋπάρχεις
κι είναι το χέρι σου μόνο στην τετράγωνη νύχτα της φωτογραφίας.
Σαν ανάσταση σκίζει το χάρτινο σύμπαν
μονάχο κι ανεβαίνει, σαν αίφνης που αίρει το λίγο του κόσμου.
Με τέσσερα επί τέσσερα ουρανό πού ξεκινάει;
Αλλ’ είναι η ασφυξία των διαστάσεων ο σπόρος των θαυμάτων.
Περιστρέφω τη φωτογραφία, γιατί προκαλεί εθισμό η παρατεταμένη χρήση των θαυμάτων.
Εδώ μοιάζει χέρι που κόπηκε από σώμα χορευτού την ώρα που έλεγε ώπα,
γιατί άλλη στροφή θα ετοίμαζε η ψυχή κι άλλη θα μπόρεσε το σώμα.
Αντίρροπος ρυθμός που σπάζει το μέλος και τα μέλη.
Περιστρέφω τη φωτογραφία.
Χέρι που βαδίζει στον ήσυχο στενόμακρο Σεπτέμβρη των πολλών και βουβών αληθειών.
Εδώ, το χέρι που θα χάραζε ένα καλή αντάμωση στην πρώτη πέτρα των ανθρώπων.
Ευχή που πιάνει αν φυτευτεί σε γη φωτογραφίας μόνο.
Με μια ελάχιστη κίνηση το χέρι αλλάζει πάλι επαγγελίες αιωρήσεως.
Τώρα, όμοιο με χάδι ανοδικό στα μακρινά μαλλιά μιας μνήμης.
Αχ, τι θα τις κάνει τόσες ομοιότητες γι’ αυτόν τον έναν κόσμο;
Αφήνω τη φωτογραφία να πέσει.
Και το χέρι σου μένει παλάμη ανεστραμμένη σε κάποια χειρομάντισσα νεφέλη, που το διαβάζει: μαζί του δεν βλέπει να με δένει καμιά συνεργασία στα βάρη
Μαζί δεν θα σηκώσουμε μήτε νεκρόν, μήτε λουλούδι από κάτω